ΟΙ ΠΑΠΥΡΟΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Διονύσης (Dain) Τζαβάρας, copyright 2006.

Η ιστορία διαδραματίζεται στο σύμπαν της Μυθαστρίας, αλλά δεν είναι ακριβώς Μυθαστριακή ιστορία, με την έννοια πως δεν υπάρχουν Μυθάστριοι χαρακτήρες που να παίρνουν μέρος.
Όμως, λόγω "ιστορικής συνέχειας" και επειδή στην ιστορία αυτή γίνεται για πρώτη φορά κάτι που αργότερα θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην μελλοντική εξέλιξη του όλου μύθου για τη Γη, την βάζω στην κατηγορία "Αυτοτελείς Μυθαστριακές Ιστορίες".
Κάποια στιγμή ίσως γράψω και μια συνέχεια μια που η ιστορία άρεσε όταν την έβαλα στο sff.gr, όπως και οι πρωταγωνιστές της.
       

                                                  * * * * * * * * *



Το Σεράπειο καιγόταν.

Ένα από τα σημαντικότερα κτίρια της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας - σύνολο από κτίρια στην πραγματικότητα - που περιείχε ένα μεγάλο μέρος των ανεκτίμητων θησαυρών της σοφίας της ανθρωπότητας δεν άντεξε στην πολιορκία του όχλου.
Και όταν δόθηκε η εντολή που του επέτρεπε να παραβεί το πνευματικό άσυλο του Ναού, όρμησε!
Ένας όχλος αλλόκοτος, αποτελούμενος όχι από ανθρώπους που είχαν ένα κοινό σκοπό, ή έστω μια κοινή παράνοια, αλλά από εχθρούς που λίγες μέρες πριν αλληλοσφάζονταν στους δρόμους της Αλεξάνδρειας.
Αυτοί που επέτρεψαν το μιαρό βιασμό που επιτελούνταν αυτή τη στιγμή, γνώριζαν πολύ καλά τον καλύτερο τρόπο για να εκμεταλλευτούν τα άγρια ένστικτα και τη μισαλλοδοξία του ετερόκλητου πλήθους.
Αρκούσε να εφεύρισκαν έναν κοινό εχθρό, για να ξεχάσει η κάθε θρησκευτική ή εθνική φατρία το μίσος που έτρεφε για την άλλη "μεριά", μέσα στην πανέμορφη κοσμοπολίτικη, διανοούμενη Αλεξάνδρεια.

Την Αλεξάνδρεια της τέχνης, του πνεύματος, της σοφίας και της γνώσης...

Και ο εχθρός είχε βρεθεί πάρα πολύ εύκολα.

Με σύμμαχό του το φόβο και την άγνοια, το πλήθος είχε προελάσει σαν πολιορκητικός κριός, σπάζοντας τις πύλες, σφάζοντας ανελέητα όποιον βρισκόταν μπροστά του, καταστρέφοντας τα αγάλματα, αρπάζοντας ό,τι μπορούσε ίσως να πουλήσει αργότερα σε κάποιο από τα παζάρια της μεγαλούπολης.

Το χάος που επικρατούσε δεν είχε προηγούμενο στη μνήμη ακόμα και των πιο γέρων. Η βεβήλωση της ανθρώπινης ψυχής από το μίσος είχε φτάσει στο σημείο ο όχλος να στραφεί ενάντια στους ίδιους τους ανθρώπους από τους οποίους αποτελούνταν.
Η αλληλοσφαγή τώρα που οι πύλες του Σεράπειου είχαν πέσει, ήταν η καλύτερη ευκαιρία για κάθε ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στις φατρίες.
Ακόμα και άρρωστοι που είχαν καταφύγει εκεί. ώστε μέσα από ένα νυχτερινό όνειρο η θεότητα να τους φανερώσει την κατάλληλη θεραπεία, δεν είχαν γλιτώσει από το μένος και την κτηνωδία.
Γυναίκες και παιδιά, γέροι και ανήμποροι έπεφταν νεκροί με μόνο κριτήριο τη θρησκεία ή την εθνικότητά τους, πράγμα που ήξεραν καλά αυτοί που επέτρεψαν και, στην πραγματικότητα, προκάλεσαν αυτό το μίασμα. Αυτοί θα έβγαιναν κερδισμένοι όπως και ό,τι και να συνέβαινε.

Προσπαθώντας να σώσουν ό,τι μπορούσαν, οι δεκάδες βοηθοί-βιβλιοθηκάριοι φόρτωναν τους ανεκτίμητους πάπυρους σε κάρα, φυγαδεύοντάς τουςαπό τα φλεγόμενα κτίρια. Συχνά όμως δεν μπορούσαν καν να σώσουν τους εαυτούς τους.

Άλλοι πάλι έτρεχαν από πύλη σε πύλη στην προσπάθεια να κλείσουν τις ψηλές θύρες, να σώσουν τον πνευματικό θησαυρό που αποθηκευμένος μέσα στο Σεράπειο αποτελούσε ένα φάρος φωτός μέσα στο σκοτάδι που απλωνόταν πια.

Υπήρχαν και κρυφοί διάδρομοι, κρυφές αίθουσες και όσοι τις γνώριζαν έτρεχαν προς τα εκεί, μέσα στους καπνούς, τους κρότους, τα ουρλιαχτά των θυμάτων, τις κραυγές του όχλου, τον ορυμαγδό.

Μια νέα γυναίκα με μελαψό δέρμα και μαύρα κατσαρά μαλλιά, ντυμένη με ανατολίτικη φορεσιά, μακριά κελεμπία, σανδάλια και στο κεφάλι ένα κάλυμμα που ανέμιζε, έτρεχε προς την έξοδο μαζί με δεκάδες άλλους που χοροπηδούσαν ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα, τα αναποδογυρισμένα αγάλματα, τα άψυχα κορμιά.

Κρατούσε έναν πάπυρο στην αγκαλιά της.

Ασθμαίνουσα, με αίμα να τρέχει από μια πληγή στο μέτωπό της, κοιτούσε ολόγυρα αναζητώντας κάτι ή κάποιον μέσα στο πλήθος.
Σήκωσε το χέρι της για να σκουπίσει τον ιδρώτα και το αίμα που έτρεχε, και ένα ασημένιο βραχιόλι έλαμψε στο φως του πρωινού ήλιου. Ήταν εξουθενωμένη.

"Αίμωνα!" φώναξε στα Ελληνικά. "Αίμωνα, που είσαι;"

Ένιωσε κάποιον να πλησιάζει πίσω της και η καρδιά της ανασκίρτησε. Γύρισε να κοιτάξει, φωνάζοντας πάλι το όνομα του Αίμωνα, ανακουφισμένη.

Αλλά δεν ήταν εκείνος.

Ένας άντρας, βρώμικος και κουρελής αλλά μεγαλόσωμος την άρπαξε από το χέρι.
Η ανάσα του βρωμούσε και μέσα από το άγριο χαμόγελό του φαίνονταν δόντια μισοσαπισμένα και κίτρινα.

Τα μάτια της γούρλωσαν από τον τρόμο. Είχε την επιλογή να αφήσει τον πάπυρο και να προσπαθήσει να αμυνθεί - μπορούσε να αμυνθεί - αλλά αυτό της ήταν το μόνο αδύνατον. Τον πάπυρο δεν θα τον άφηνε παρά μόνο νεκρή.

Ω, όλα είχαν πάει τόσο λάθος. Μα τόσο λάθος.

"Δεν είσαι Ελληνίδα. Είσαι πολύ μελαψή για να είσαι Ελληνίδα!" είπε ο άντρας.

"Γιατί λοιπόν, πόρνη, σχετίζεσαι με Έλληνα και όχι με κάποιον από το δικό σου έθνος; Eίσαι χριστιανή;"

"Όχι, ναι…δεν…" είπε η γυναίκα τρομοκρατημένη μην ξέροντας ποια θα μπορούσε να ήταν η σωστή απάντηση, παρ΄όλο που μέσα της γνώριζε πως δεν υπήρχε σωστή απάντηση. Όχι πια.

"Ούτε χριστιανή είσαι;" είπε ειρωνικά ο άντρας καθώς την τράβηξε προς την αγκαλιά του. "Ακόμα καλύτερα!"

Κρατώντας την σφιχτά, προσπάθησε να σκίσει το ρούχο της για να την απογυμνώσει. Ο σκοπός του ήταν παραπάνω από εμφανής και η γυναίκα, παγωμένη από τον πανικό που ένιωθε να αναδύεται μέσα της, ήταν έτοιμη να αφήσει τον πάπυρο και να προσπαθήσει να αμυνθεί, ακόμα κι αν χρειαζόταν να τον σκοτώσει.

Όλα είχαν πάει τόσο στραβά που ακόμα ένα λάθος δεν είχε σημασία πια.

Δεν χρειάστηκε όμως.

Ένα σφύριγμα ακούστηκε και ο άντρας τρεμούλιασε για μια στιγμή. Ένα μαχαίρι είχε καρφωθεί στο μέτωπό του. Σωριάστηκε στο χώμα νεκρός.

Η γυναίκα έστρεψε το βλέμα της προς τα εκεί από όπου είχε έρθει το μαχαίρι.

"Αίμωνα…" είπε απαλά, στη θέα του νεαρού ξανθού άντρα που έτρεχε τώρα προς το μέρος της.

"Φατάνα! Φατάνα, είσαι καλά;"

Ακούμπησε το χέρι του στην πληγή του μετώπου της ανήσυχος. Στον καρπό του φορούσε ένα βραχιόλι ίδιο με της γυναίκας. Ο ελαφρύς μανδύας του ήταν σκισμένος και λερωμένος σε πολλά σημεία, τα μαλλιά του ανακατεμένα από τον άνεμο και σκονισμένα.

Η Φατάνα ένευσε καταφατικά.

"Μην ανησυχείς. Είμαι καλά. Κοίτα, Αίμωνα! Τα καταφέραμε! Πήρα έναν πάπυρο! Είναι οι…"

Η φωνή της έσβησε ερωτηματικά σχεδόν, μην κατανοώντας το κλειστό ύφος του Αίμωνα. Θα έπρεπε να είχε δείξει περισσότερο ενθουσιασμό, σκέφτηκε η Φατάνα.

"Το…το πλοίο; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το πλοίο;" ρώτησε ανήσυχη.

"Όχι. Το πλοίο είναι εντάξει. Ασφαλές. Μπορούμε να φυγούμε…" είπε εκείνος.

"Τότε; Γιατί αυτό το ύφος; Δεν σε ενόχλησαν οι σκηνές, έτσι δεν είναι; Ξέραμε πως…"

Ο Αίμων κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

"Δεν αρκεί ένας μόνο πάπυρος, Φατάνα, ύστερα από όλα τα προβλήματα, ύστερα από τόσο κόπο και τόσες θυσίες. Θα γελοιοποιηθούμε…"

Μια γυναίκα ούρλιαξε πιο πέρα και ακολούθησαν άγρια αντρικά γέλια. Ένα μωρό έκλαιγε. Ο καπνός που πλανιόταν στον αέρα από τις φωτιές μέσα στο Σεράπειο, οι φωνές, οι κρότοι, φάνηκαν στιγμιαία σαν να έρχονταν από έναν άλλο κόσμο, μια άλλη εποχή…

"Δεν μπορεί να προτείνεις…" προσπάθησε να πει με αυστηρό η Φατάνα, αλλά από το ύφος του νεαρού άντρα ήξερε ήδη την απάντηση και η φωνή της έσβησε...

"Θα πάω μέσα, Φατάνα. Θα πάω και θα σώσω όσους πάπυρους μπορώ! Δε θα υπάρξει άλλη ευκαιρία αν αυτή χαθεί. Εσύ πήγαινε στο πλοίο. Ήδη έκανες περισσότερα από όσα θα έπρεπε, και με κίνδυνο της ζωής σου. Άφησέ με να προσφέρω και γω αυτό που μπορώ να προσφέρω!"

Η γυναίκα τον κοίταξε για μια στιγμή σαν να ήταν έτοιμη να πει κάτι, αλλά δεν μίλησε.

Ένευσε μόνο καταφατικά.

"Εντάξει. Θα πάω στο πλοίο και θα είμαι σε ετοιμότητα. Όταν τελειώσεις, θα φύγουμε αμέσως. Πρόσεχε, Αίμωνα. Ξεκινήσαμε μαζί αυτό το ταξίδι και θέλω να το τελειώσουμε μαζί. Ζωντανοί και οι δύο!"

Ο Αίμων ξεκάρφωσε το μαχαίρι του από το κρανίο του νεκρού άντρα και άρχισε να τρέχει προς το κεντρικό κτίριο του Σεράπειου.

Η Φατάνα έκρυψε τον πάπυρο κάτω από την κελεμπία της και κοιτάζοντας προσεκτικά ολόγυρα έτρεξε προς μια πλαϊνή έξοδο η ξύλινη πόρτα της οποίας είχε σπάσει, αλλά φαινόταν άδεια και αφύλακτη τώρα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του όχλου είχε προχωρήσει προς τα ενδότερα του κτιριακού συγκροτήματος του Σεράπειου.
Εκεί όπου θα μπορούσαν να λεηλατήσουν περισσότερα, εκεί όπου τους είχαν πει πως κρύβονταν τα αμύθητα πλούτη της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.

Προσπαθώντας να μην αναπνέει τους καπνούς και τρέχοντας ο Αίμων γέλασε ειρωνικά με αυτές τις σκέψεις. Πράγματι ήταν αμύθητοι οι θησαυροί, αλλά όχι όπως νόμιζε ο αφηνιασμένος όχλος και οι παράφρονες υποκινητές αυτού του εγκλήματος που συντελούνταν στο Σεράπειο.

Μέσα στο κτίριο γινόταν χαλασμός. Παντού σπασμένα κομμάτια από βάζα, φωτιές και καπνός. Αγάλματα με κομμένα κεφάλια, πανικόβλητοι άνθρωποι που έβηχαν από τους καπνούς. Μια ομάδα ανδρών προσπαθούσε με σκοινιά να γκρεμίσει μία κολώνα στα πλάγια της αίθουσας χωρίς να σκέφτεται πως τα κομμάτια της θα μπορούσαν να πέσουν επάνω τους και να τους σκοτώσουν.

Ποτέ κάνενας όχλος ανθρώπων δεν σκέφτηκε τον αντίκτυπο που η βία θα μπορούσε να είχε επάνω στους ίδιους.

Ποτέ.

Γι'αυτό και ήταν τόσο εύκολα θύματα για όποιον ήξερε να τους εκμεταλευτεί.

Ο Αίμων είχε μόνο μια γενική ιδέα για το που έπρεπε να κατευθυνθεί. Ω, αν είχαν προλάβει να έρθουν μια μόνο μέρα πριν!

Ανέβηκε την κεντρική σκάλα προσέχοντας να μην τραυματιστούν τα σανδαλοφορεμένα πόδια του από τα θρύψαλα με τα οποία τα σκαλοπάτια ήταν γεμάτα. Έδεσε ένα μαντήλι γύρω από τη μύτη του και κατευθύνθηκε προς μια αίθουσα στα δεξιά.

Η πόρτα ήταν σπασμένη και βοηθοί-βιβλιοθηκάριοι φορτωμένοι με πάπυρους τους πέταγαν από τα παράθυρα του διαδρόμου. Προφανώς από κάτω περίμενε κάποιο κάρο για να τους μεταφέρει σε ασφαλές μέρος.

Ανάμεσά τους μια όμορφη, ψηλή γυναίκα - κάποια επιστάτης ίσως - έδινε εντολές καθώς φορτωμένη και κείνη με πάπυρους έτρεχε προς κάποια άλλη αίθουσα που ίσως οδηγούσε στα κρυφά μέρη του Σεράπειου, μακριά από τον όχλο.

Ο Αίμων ένιωσε την παρόρμηση να της μιλήσει, αναγνωρίζοντας ποια μπορεί να ήταν, αλλά ήξερε πως δεν ήταν θεμιτό αυτό.

Μπήκε στην αίθουσα.

Μισοσκότεινη, η τεράστια αίθουσα φωτιζόταν μόνο από δύο ορειχάλκινα καντηλέρια με πολλά κεριά. Ήταν γεμάτη εσοχές στις οποίες ήταν αποθηκευμένοι εκατοντάδες πάπυροι στους οποίους ήταν καταγραμμένη η γνώση και η σοφία της ανθρωπότητας.
Σε αυτή την αίθουσα, ήξερε ο Αίμων, βρίσκονταν πάμπολλα έργα Ελλήνων Τραγικών.
Αλλά τώρα με τον καπνό να έρχεται από παντού, κυριαρχούσε πλήρης αταξία. Πάπυροι σκορπισμένοι παντού, ράφια ανάκατα, άνθρωποι να τρέχουν ολόγυρα.

Αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε έστω και έναν πάπυρο από αυτούς που έψαχνε.

Ξαφνικά μια γυναικεία κραυγή ακούστηκε και στην πόρτα φάνηκε η επιστάτης τρομαγμένη κρατώντας δύο πάπυρους στα χέρια της σαν να ήταν παιδιά της.

"Έρχονται!" φώναξε. "Αφήστε τους πάπυρους και σώστε τις ζωές σας! Μέλιτε, Θεόκλητε, τρέξτε!"

Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια της. Με φούρια μια ομάδα αντρών που κρατούσαν τσουγκράνες και ξύλινα μαδέρια, μπήκε στην αίθουσα σπρώχνοντάς την. Παραπάτησε και έπεσε πάνω σε ένα από τα καντηλέρια. Λάδι και φλεγόμενα κεριά σκορπίστηκαν πάνω στο χιτώνα της ο οποίος πήρε φωτιά.

Η γυναίκα ούρλιαξε πανικόβλητη.

Μερικοί από τους άντρες γέλασαν ενώ άλλοι έσπρωξαν τα δυο καντηλέρια ρίχνοντάς τα στο πάτωμα. Κάποιοι νεαροί που προσπάθησαν να τρέξουν προς τη γυναίκα καρφώθηκαν από τις τσουγκράνες του όχλου, πέφτοντας νεκροί.

Ο Αίμων δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχος. Έβγαλε το μανδύα του και σκέπασε τη γυναίκα σβήνοντας τις φλόγες πρωτού απλωθούν περισσότερο.
Αν και συγκλονισμένη, η γυναίκα δεν φαινόταν να έχει καεί και δεν είχε αφήσει τους πάπυρους από τα χέρια της.
Κοίταξε στα μάτια τον Αίμωνα. Ένα κύμα παράξενης αναγνώρισης πέρασε ανάμεσά τους.

"Πάρ'τους!" ψιθύρισε η γυναίκα."Πάρ'τους και σώσ'τους!"

Του πρόσφερε τους πάπυρους καθώς ο Αίμων τη βοηθούσε να βγει από την αίθουσα, να γλυτώσει από το μακελιό.

Πήρε τους δύο πάπυρους στα χέρια του.

"Ξέρω πως θα είναι ασφαλείς" είπε.

"Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω περισσότερο" απάντησε εκείνος.

"Με βοήθησες ήδη πολύ. Θα είχα καεί ζωντανή αν δεν ήσουν εσύ" είπε με απαλή φωνή.

Ο Αίμων θαύμασε την αυτοκυριαρχία της, το δυνατό και όμορφο, αριστοκρατικό πρόσωπό της.

"Αίμωνα!!!" ακούστηκε μια φωνή από το... πουθενά.

Η γυναίκα θορυβημένη κοίταξε ολόγυρα.

"Είσαι…είσαι θεός;"

"Όχι. Είμαι άνθρωπος."

"Αίμωνα! Επιτέλους πια!" ξανακούστηκε η φωνή.

Ο Αίμων σήκωσε το χέρι του. Το βραχιόλι του έλαμψε.

"Σε πέντε δευτερόλεπτα, Φατάνα!" είπε. "Πως σε λένε;" ρώτησε τη γυναίκα.

"Ούτε μισό, Αίμωνα!" φώναξε θυμωμένη η φωνή από το πουθενά.

"Υπα…"

Δεν πρόλαβε να προφέρει όλη τη λέξη. Μια εκτυφλωτική λάμψη και ο Αίμων εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Τρέχοντας προς μια κρύπτη του Σεράπειου, η γυναίκα ήξερε πως αυτοί οι δύο πάπυροι δεν θα χάνονταν στις φλόγες. Ήξερε πως οι θεοί ήθελαν να μείνει ζωντανή για να επιτελέσει κάποιο έργο.

Και αυτό θα έκανε.


----------------------------------------------------------------------------------------

Αθηναϊκός Αρκοναός, Υπεράττικα, 5 Ιουλίου 2994 Κ.Ε.

Το γιγαντιαίο αμφιθέατρο στην κορυφή του ναού ήταν κατάμεστο. Στο κέντρο του φωτισμένος από μια γαλάζια στήλη φωτός, ο πρύτανης του Πανσολαριανού Πανεπιστημίου των Αθηνών τελείωνε το λόγο του.

"...είναι θαυμαστό λοιπόν το γεγονός πως καμμία γνώση δεν είναι πια χαμένη για πάντα, όπως επί αιώνες πιστεύαμε.
Η Ιστοριοναυτική επιστήμη που μόλις γεννήθηκε θα επιφέρει αναμφισβήτητα μια πολιτιστική επανάσταση που παρόμοιά της έχουμε αιώνες να δούμε!
Οι ιστοριοναύτες μας δεν έφεραν μόνο ένα έργο, που θα ήταν υπέρ-αρκετό βέβαια, αλλά τρία που είχαν θεωρηθεί χαμένα εδώ και 2600 χρόνια!
Οι Βαβυλώνιοι του Αριστοφάνη, η Νιόβη και ο Αχαιών Σύλλογος του Σοφοκλή που έφεραν η υπεύθυνη της αποστολής Φατάνα Ελ-Σαγίντ και ο ιστορικός Αίμων Αθανασιάδης είναι θησαυροί ανεκτίμητοι για όλο το γαλαξιακό πολιτισμό και όχι μόνο για τον ανθρώπινο!

Υπήρξε κατακραυγή από μερίδα του επιστημονικού κόσμου για την επικυνδινότητα των ταξιδιών στο χρόνο.
Όμως, παρά τα τρομερά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι δύο ιστοριοναύτες μας αφού έφτασαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα και μάλιστα σε πολύ επικύνδινο χρονικό σημείο, τελικά κατάφεραν όχι μόνο να μεταφέρουν τo χρονόπλοιο από τη Βαβυλώνα στην Αλεξάνδρεια με τα μέσα εκείνης της εποχής χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, αλλά και να επαναφέρουν τρία σημαντικότατα έργα της Αρχαιοελληνικής Γραμματείας, έχοντας μια και μοναδική δυνατότητα επιστροφής στην εποχή μας!
Χωρίς παραπάνω λόγια, ας τους υποδεχτούμε!"


Ντυμένοι με τις μαύρες φωσφοριζέ κολλητές φόρμες τους, οι δύο ιστορικοί ανέβηκαν στο βάθρο, ενώ όλο το αμφιθέατρο ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Οι επίσημοι που κάθονταν στον πρώτο κύκλο γύρω από το βάθρο σηκώθηκαν όρθιοι. Η στήλη φωτός πήρε λευκό χρώμα κάνοντας τους κρυστάλλους που διακοσμούσαν τις φόρμες τους να λάμψουν εκτυφλωτικά.

"Θα τους πεις για τη γυναίκα που έσωσες;" ψιθύρισε η Φατάνα με χιούμορ.

"Όχι, αν δεν τους πεις εσύ για τον άντρα που σκότωσα για να σώσω εσένα" απάντησε ο Αίμων στο αυτί της. "Αρκετά ακούσαμε από τους χρονοελεγκτές για παράδοξα και λοιπά προτού φύγουμε".

"Και τώρα τι πρόκειται να γίνει;" ξαναείπε η κοπέλα.

"Λέω να πάμε στους Εσσαίους. Λέγεται πως μαθήτευσε κοντά τους μια πασίγνωστη προσωπικότητα. Θέλω να δω αν αληθεύει."

Η Φατάνα γούρλωσε τα μάτια της και του έσφιξε το χέρι καθώς υποκλίνονταν στο πλήθος που τους επευφημούσε.

"Είσαι τρελός!" είπε κρυφογελώντας.

"Το ξέρω. Θα έρθεις μαζί σαν υπεύθυνη αποστολής ξανά;"

"Mα φυσικά!"

"Το ήξερα!" ψιθύρισε ο Αίμων και της έσφιξε και κείνος το χέρι.


                                                   * * * * * * * * *