Αλληγορική ιστορία με διάφορες ερμηνείες ανάλογα με τα "πιστεύω"  του κάθε αναγνώστη.


                                       Τέσσερα Παράξενα Παιδάκια




Μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκαν σε μια κωμόπολη τέσσερα παιδάκια, δύο αγοράκια και δύο κοριτσάκια.
Δεν ήταν αδέλφια, ούτε τα αγοράκια, ούτε τα κοριτσάκια, αλλά από τις φασκιές ακόμα ήταν πάντα μαζί, έπαιζαν μαζί, έκλαιγαν μαζί, γέλαγαν μαζί, έτρωγαν μαζί και κατουριόντουσαν απάνω τους όλα μαζί.

Στην αρχή δεν έδειχναν να έχουν κάτι το ασυνήθιστο σε σύγκριση με άλλα παιδάκια - εκτός βέβαια από τη στενή τους φιλία - αλλά καθώς μεγάλωναν, οι γονείς τους έμειναν έκπληκτοι όταν ανακάλυψαν πως τα τέσσερα πιτσιρίκια είχαν μεγάλο ταλέντο στα... μαθηματικά!

Δεν είχαν πάει ακόμα σχολείο και ήξεραν να μετρούν, ήξεραν πρόσθεση, αφαίρεση και πολλαπλασιασμό, ακόμα και διαίρεση αν δεν είχε πολλά ψηφία.

Μάλιστα το καλύτερο, και πιο παράξενο, ήταν πως τα παιδάκια αυτά δίδασκαν το ένα το άλλο, με τον παιδικό τους πάντα τρόπο, και έτσι ποτέ κανένα δεν έμενε πιο πίσω. Αν κάποιο δεν καταλάβαινε μια πράξη ή δυσκολευόταν, τα άλλα αμέσως του έδειχναν τη σωστη λύση, και κυρίως πώς να τη βρίσκει μόνο του!

Όταν έγιναν 6 χρόνων ήρθε η ώρα να πάνε στο σχολείο, όπως πήγαιναν όλα τα παιδιά. Το σχολείο ήταν μικρό και δεν είχε πολλούς δασκάλους - μόνο δύο - έτσι τα μισά πήγαιναν σε μία αίθουσα έστω κι αν ήταν αρχάρια ή προχωρημένα, 6 ή 12 χρόνων, και τα άλλα μισά σε μια άλλη.

Ο δάσκαλος και η δασκάλα πολλές φορές συζητούσαν για το μαθηματικό ταλέντο των παιδιών, αλλά διαφωνούσαν πολύ τόσο για τον τρόπο εκπαίδευσης, όσο και για το πώς να προωθήσουν τα τέσσερα παράξενα παιδάκια, τα οποία συνέχιζαν να είναι αχώριστα.

Ο δάσκαλος πρέσβευε πως μόνο με απόλυτη πειθαρχία, σχολαστική τελειότητα και ψυχρή εκτίμηση μπορούσε να καλλιεργηθεί ένα ταλέντο, και όχι με συναισθηματικές και υποκειμενικές ενθαρρύνσεις, που πλησίαζαν πολύ ένα... ψέμα!

Η δασκάλα πάλι ένιωθε πως η ενθάρρυνση της αχαλίνωτης φαντασίας και δημιουργικότητας ήταν πολύ σημαντικότερη της όποιας αυστηρής πειθαρχίας και τεχνικής τελειότητας. Έτσι, συγχωρούσε ή παρέκαμπτε λάθη που έκαναν τα
παιδάκια, και ποτέ δεν τα απογοήτευε ακόμα κι αν έκαναν το ίδιο λάθος πολλές φορές.

Ο δάσκαλος δεν το έκανε ποτέ αυτό. Οι παρατηρήσεις του ήταν ακριβείς και σωστές, διόρθωνε με την ίδια αντικειμενικότητα τα λάθη, αλλά ποτέ δεν κακομάθαινε τα παιδιά με "μπράβο" ή "συγχαρητήρια". Απλά έλεγε "σωστό" ή "λάθος".

Η δασκάλα μάθαινε σε όλα τα παιδιά να ενθαρρύνουν με όποιο τρόπο μπορούν το ένα το άλλο, με συνεχή μπράβο, σφυρίγματα και χάδια, και ζητούσε ειδικά από τα μεγαλύτερα να μην είναι καθόλου φειδωλά προς τα συγχαρητήρια που έδιναν στα πιο μικρά.

Ο δάσκαλος άλλαζε διάφορα χρώματα όταν το άκουγε αυτό, γιατί ο δικός του τρόπος απαιτούσε από τα μεγαλύτερα παιδιά να μην δίνουν καμμια φιλοφρόνηση προς τα μικρότερα, και μάλιστα αν τα μικρότερα έδειχναν αβάσιμη χαρά για κάποιο "κατόρθωμά" τους, επέτρεπε στα πιο μεγάλα να τα βάλουν στη θέση τους με σαφείς και αυστηρές παρατηρήσεις.
Ακριβώς αυτό που έκανε δηλαδή κι ο ίδιος προς τα πιο μεγάλα παιδιά. Έτσι, έλεγε, κάθε παιδί έχει πλήρη γνώση των αδυναμιών του, μπορεί να επιλέξει ή να τις διορθώσει ή να ασχοληθεί περισσότερο με κάποιο άλλο μάθημα στο οποίο να είχε μεγαλύτερη έφεση, και φυσικά το επίπεδο της τάξης ήταν πάντα εξαιρετικά υψηλό και απαιτητικό ώστε μόνο οι "άριστοι" και οι "άξιοι" να προοδεύσουν, και όχι η "σκαρταδούρα".

Και η δασκάλα όμως έβγαζε φωνές απελπισίας όταν άκουγε το δάσκαλο να περιγράφει τη μέθοδό του.

Εκείνη πίστευε πως η φαντασία και η δημιουργικότητα των παιδιών ήταν που είχε σημασία, ακόμα και σε μαθήματα που απαιτούσαν τεχνική αρτιότητα όπως τα μαθηματικά, και όχι η όποια σωστή λύση. Έτσι παρότρυνε και τα μεγαλύτερα παιδιά να βοηθούν τα μικρότερα, να τα συγχαίρουν σε κάθε κατόρθωμά τους, να βλέπουν την προσπάθεια και την ουσία αντί για το αποτέλεσμα, ώστε όλη η τάξη να είναι πάντα πρόσχαρη, γεμάτη γέλια και παιχνίδι, με συναδελφικότητα τόση, που ήταν σίγουρα σημαντικότερη από αυτό καθαυτό το μάθημα που γινόταν.
Κι αν έμεναν πίσω στην ύλη που έπρεπε να διδαχτούν δεν είχε σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν να μάθουν να εκφράζονται κάθε στιγμή αυθόρμητα, ελεύθερα και δημιουργικά χωρίς ανόητες τεχνικές και πειθαρχίες.
Kαμμιά φορά κανόνιζαν τα βράδια να κοιτάξουν τον έναστρο ουρανό όλα μαζί. Η δασκάλα συχνά μπέρδευε τους αστερισμούς, αλλά αυτό δεν αφαιρούσε τίποτα από τη μαγεία που τα παιδιά ένιωθαν κοιτάζοντας τα αστέρια.

Θα υπήρχε χρόνος αργότερα να μάθουν, π.χ. στα μαθηματικά, να εφαρμόζουν τον τύπο για τη λύση μιας εξίσωσης δευτέρου βαθμού. Αυτό που η δασκάλα θεωρούσε πρωταρχική ανάγκη ήταν να μάθουν τα παδιά να αγαπούν τους αριθμούς και μόνο, να τους τοποθετούν σε ωραίες εντυπωσιακές σειρές ανάλογα με το γούστο τους, όπως "4444444444" ή "2α3α4α5α6α" ή ακόμα και να κάνουν επίτηδες λάθη για να γελάσουν αφού ήταν αστείο να βλέπεις κάτι σαν "2χ*1χ-35 = 42" (αυτό για τα πιο μεγάλα) ή "2+2=222" (για τα πιο μικρά!)

Με τα χρόνια που πέρναγαν τα τέσσερα παράξενα παιδάκια που είχαν τόσο ταλέντο στα μαθηματικά, άρχισαν να κάνουν λιγότερο παρέα μεταξύ τους, πράγμα φυσικό εξ άλλου, ώσπου κάποια στιγμή τελείωσαν το δημοτικό και ετοιμάστηκαν να πάνε στο γυμνάσιο.
Ως εκείνη την εποχή τα πράγματα είχαν εξελιχθεί έτσι ώστε το ένα κοριτσάκι, ας το πούμε Άλφα, που ήταν στην τάξη του δάσκαλου, είχε προσπαθήσει πολύ όλα αυτά τα χρόνια και λίγο την ένοιαζαν τα πειράγματα των άλλων παιδιών και η αυστηρότητα του δάσκαλου. Αν και δεν ήταν η καλύτερη, τελείωσε ανάμεσα στους πρώτους και συνέχισε να αγαπά τα μαθηματικά αφού έβλεπε το κάθε τι σαν μια πρόκληση και απαιτούσε από τον εαυτό της να την ξεπεράσει και να αποδειχτεί πιο ικανή από κάθε πρόκληση, κάθε πείραγμα, κάθε αυστηρότητα, κάθε άγνοια πάνω στα αγαπημένα της μαθηματικά.

Το άλλο κοριτσάκι, η Βήτα, ήταν στην τάξη της δασκάλας. Υπήρχαν τόσα ωραία πράγματα να μάθει και να κάνει, ήθελε τόσο πολύ να εκφράσει αυτό που είχε μέσα της, ώστε γρήγορα εγκατέλειψε τα μαθηματικά και τα βαρετά παιχνίδια τους, και συγκεντρώθηκε σε πιο διασκεδαστικά πράγματα. Στα αγόρια, στα ρούχα, στην κοινωνική της θέση, στο πόσο δημοφιλής και όμορφη ήταν. Και ήξερε πως ήταν πολύ όμορφη! Πιο όμορφη από όλα τα κορίτσια, και όταν έγινε 12 χρόνων άρχισε να φοράει μακιγιάζ και να πηγαίνει σε πάρτυ. Είχε ξεχάσει εντελώς τα μαθηματικά, που τα εύρισκε πια κάτι πολύ παιδιάστικο και χωρίς σημασία, και προτιμούσε να περνά ώρες μπροστά στον καθρέφτη της θαυμάζοντας την ομορφιά που είχε "μέσα" της αλλά και έξω της, όπως έλεγε.

Το ένα αγοράκι, ο Γάμα, ήταν στην τάξη του δάσκαλου. Είχε προσπαθήσει όσο μπορούσε περισσότερο να βρεθεί στην κορυφή της τάξης, και λάτρευε ακόμα τα μαθηματικά, αλλά τα πειράγματα των άλλων παιδιών όποτε σκεφτόταν κάτι έξω από την διδακτέα ύλη, ή έβρισκε έναν πρωτότυπο τρόπο για λύσει ένα πρόβλημα, και η ανελέητη κριτική του δάσκαλου, τον είχαν κουράσει τόσο πολύ που μισούσε τα μαθηματικά του σχολείου, αλλά συνέχιζε να διαβάζει και να λύνει ασκήσεις μόνος του στο σπίτι, τις οποίες όμως ποτέ δεν έδειχνε σε κανέναν.
Ο ίδιος ήξερε πως ήταν "άξιος" κι ας μην ανήκε στους εκλεκτούς του σχολείου του. Δεν τον ένοιαζε αν θα έπαιρνε ποτέ δίπλωμα μαθηματικού. Ήξερε πως *ήταν ήδη* μαθηματικός!
Ώσπου μια μέρα, οι γονείς του βλέποντας τους κακούς βαθμούς του στο σχολείο, αλλά και τα δικά του τετράδια με τις ολόσωστες και προχωρημένες ασκήσεις που έλυνε, αποφάσισαν πως έπρεπε να αλλάξει τάξη, και απαίτησαν να πάει στην τάξη της δασκάλας η οποία βέβαια τον δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες.

Το άλλο αγοράκι, ο Δέλτα, ήταν στην τάξη της δασκάλας. Του άρεσε πολύ ο τρόπος που μάθαινε, όλα ήταν τόσο εύκολα, ή έτσι τα έκανε να φαίνονται η αγαπημένη του δασκάλα, που ποτέ του δεν ένιωσε πως έκανε αγγαρία για να λύσει τις ασκήσεις, ή να παίξει τα παιχνίδια που έπαιζαν. Η δασκάλα συχνά του έλεγε "είσαι ο καλύτερος" και ο Δέλτα το πίστευε αυτό ακράδαντα, ξεχνώντας πως η δασκάλα το έλεγε αυτό σχεδόν σε όλα τα παιδιά. Ή τουλάχιστον πίστευε πως το "είσαι ο καλύτερος" το εννοούσε όταν το έλεγε σε κείνον, αλλά δεν το εννοούσε τόσο όταν το έλεγε στους άλλους, ειδικά σ'αυτόν τον Γάμα!
Έτσι ο Δέλτα μεγάλωσε πιστεύοντας πως είναι το μεγαλύτερο ταλέντο στα μαθηματικά, και σε όλα τα άλλα μαθήματα, και πως όταν πήγαινε στο γυμνάσιο θα ήταν παντού και πάντα ο πρώτος. Εξ άλλου είχε 10 με τόνο, ενώ τα παιδιά στην τάξη του δάσκαλου είχαν τα περισσότερα 5 ή 6. Αποφάσισε φυσικά να γίνει μαθηματικός όταν μεγαλώσει.

Πέρασαν πολλά χρόνια και επειδή τα τέσσερα παράξενα παιδάκια είχαν αναγκαστεί να πάνε σε διαφορετικά γυμνάσια, έχασαν το ένα τα ίχνη του άλλου και σταμάτησαν να κάνουν βέβαια παρέα.
Μια μέρα όμως, όταν κόντευαν να κλείσουν τα 25, τα τέσσερα παράξενα παιδάκια που δεν ήταν πια παιδάκια αλλά νεαροί άντρες και γυναίκες, βρέθηκαν τυχαία στο δρόμο. Χαιρετήθηκαν, αγκαλιάστηκαν, και ρώτησαν ο ένας τους άλλους τι έκαναν και τελικά αποφάσισαν να πάνε σε μια καφετέρια να πιουν κάτι και να μιλήσουν.

Μίλησαν πράγματι πολύ, γέλασαν, υποσχέθηκαν να βρίσκονται πιο συχνά από δω και μπρος, και έμειναν έκπληκτοι όταν έμαθαν πως τελικά η ζωή τους θα τους έφερνε ξανά μαζί στη μικρή τους πόλη.

Γιατί βλέπετε, η Άλφα δεν είχε γίνει μαθηματικός αλλά είχε γίνει θεωρητική παιδαγωγός και η πρωτότυπη μέθοδος διδασκαλίας της θα εφαρμοζόταν πειραματικά σε πολλά γυμνάσια και λύκεια της περιοχής. Η μέθοδος βασιζόταν σε κάτι απλό: Στην ενθάρρυνση της ατομικότητας και στη σωστή, μεθοδική καλλιέργειά της για να ανθήσει σε κάτι πολύ όμορφο. Συνέχιζε όμως να αγαπά τα μαθηματικά.

Η Βήτα είχε προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός "σταρ" αλλά δεν κατάφερε και πολλά οπότε είχε παντρευτεί και είχε κάνει ήδη τρία παιδιά που σύντομα θα πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Δε θυμόταν όμως καθόλου πως κάποτε την ενδιέφεραν τα μαθηματικά. "Ανοησίες" είχε πει. "Η ζωή δεν είναι καθόλου σαν τα μαθηματικά. Είναι πολύ πιο πλούσια και όμορφη όταν έχεις λεφτά και κάνεις ό,τι σου γουστάρει, όποτε σου γουστάρει. Αυτό θα κάνω και γω με τα παιδιά μου. Αυτό χρειάζεται να μάθουν."

Ο Γάμα έγινε αστρονόμος, μετά το διδακτορικό του στα μαθηματικά, και θα διεύθυνε το νέο αστεροσκοπείο της περιοχής.
"Την αγάπη για τα μαθηματικά την είχα εγώ. Την αγάπη για τα άστρα μού την έμαθε η δασκάλα μου" είπε. "Κι αν δεν μπορούσε να μου εξηγήσει τη θεωρία των κοσμικών χορδών, η ενθάρρυνση που μας έδινε ήταν εξ ίσου πολύτιμη, για πολλούς από μας, όσο κάθε μαθηματική φόρμουλα". Η Άλφα είχε συμφωνήσει απόλυτα μαζί του.

Ο Δέλτα είχε μείνει σιωπηλός για ώρα και αναγκάστηκαν να τον ρωτήσουν πολλές φορές τι είχε γίνει ο ίδιος. Ήξεραν πως δεν είχε γίνει μαθηματικός.
"Είμαι δάσκαλος" είπε τελικά ψυχρά. "Και θα αναλάβω το παλιό μας σχολείο. Δεν ξέρω τι νέες θεωρίες μπορεί να έχει η Άλφα περί παιδαγωγικής αλλά εγώ θα εφαρμόσω το δικό μου σύστημα. Πειθαρχία, αυστηρότητα, υψηλές απαιτήσεις και αξιοκρατία ώστε μόνο οι εκλεκτοί και άξιοι να αναδειχτούν."

ΤΕΛΟΣ

Copyright Διονύσης (Dain) Τζαβάρας 2008.