Η ερωτική και θλιβερή αυτή ιστοριούλα, γράφτηκε για μια άσκηση του Εργαστηρίου Συγγραφής του sff.gr. Είναι γραμμένη με ιδιαίτερα "ποιητική" και λυρική γλώσσα που νομίζω ταιριάζει στο θέμα της.  Η άσκηση είχε σαν θέμα τη συγγραφή μιας 
σύντομης ιστορίας φαντασίας, βασισμένης στο ποίημα του Edgar Allan Poe 
The Sleeper.
Αν και το όνομα του "ξωτικού" δεν αναφέρεται στην ιστορία, τον "λυπήθηκα" και είπα τουλάχιστον να τον βαφτίσω με το όνομα Ιλλυρίων.

                                       
                                      * * * * * Ιλλυρίων και Ιρίνα * * * * *



Τη Σελήνη, τη χλωμή μου αθάνατη μάνα κοιτώ, αυτή τη νύχτα του ανθρώπινου Ιούνη. Αθάνατη μάνα, αθάνατος και ο γιος.

Ξωτικής γενιάς παιδί, που παραστράτησε κι αγάπησε θνητή γυναίκα. Της αμαρτίας παιδί, λένε οι άνθρωποι πως είμαι.

Είναι άραγε τα δάκρυα τα δικά μου αληθινά κι ανθρώπινα; Ή σαν το φέγγος τ’αχνό που άλλοτε δροσιά, μαγεία κι άλλοτε σαν τους καπνούς του όπιου, ανάκλαση….παραίσθηση, τη μάνα μου την ουράνια περιβάλλει, που τη μορφή, τη σάρκα μου, από την ύλη της έχω πάρει;

Eίναι η δροσιά η νυχτερινή, σταγόνα τη σταγόνα που χύνεται εδώ, πάνω στο βουνό, δάκρυα της μάνας μου που κλαιει για το χαμό μου; Για το χαμό εκείνης, που αιώνια κι ατέρμονα θε να θυμάμαι; Αθάνατος με μνήμη ξωτικιά, αθάνατη, καταραμένη.

Κι αυτή η μουσική! Από πού θε να΄ρχεται; Aπ΄τα ουράνια τ’αστροφώτιστα άραγε ή από τα νερά της λίμνης; Ή ίσως κι από την ομίχλη που τώρ’ απλώνεται, σαν σάβανο για να σκεπάσει, το φέρετρο εκείνης.

Ω Λήθη – κυρά - της Λίμνης, που κάποτε μίλησες σ’ένα βασιλιά θνητό, και μ’άλλη μορφή - μάγισσας - , ένα σπαθί του έδωσες την άγνοια για να κόψει, δως μου και μένα τη λησμονιά, δως μου τη γνώση του θανάτου - ένα σπαθί - μαζί της και γω για να πεθάνω…
Εδώ κοιμάται η αγάπη μου, η Ομορφιά η Θνητή….η Ιρίνα. Και δίπλα της θωρώ, με τη ματιά μου την ξωτική, τις φθονερές τις Μοίρες, που ευχή-κατάρα της εδώσανε - από γεννησιμιού της - νέα να πεθάνει.

Μητέρα μου, ολόλαμπρη, πως είναι δυνατόν; Είναι σαν ολοζώντανη! Κοιμάται μήπως πράγματι;
Τ’αγέρι που φυσά, τ’ απλωμένα της μαλλιά χαιδεύει, σαν να με κοροϊδεύει, σαν να γελά μαζί μου. Kι οι σκιές που τώρα δα ν’απλώνονται ολόγυρά της βλέπω, τι να είναι; Πνεύματα κακοποιά που τον πόνο μου ήρθαν να χλευάσουν, η από το Παράθυρο της Νύχτας - του θανάτου - έχουν βγει;

Παράθυρο που ποτέ για μένα δεν θ’ανοίξει, να έβλεπα τουλάχιστον. Να έβλεπα που είναι η ψυχή της. Κοιμάται εκεί που οι σκιές την πάνε ή είναι ζωντανή εκεί; Στον ουρανό τον αόρατο που οι ανθρώποι λένε πως υπάρχει.
Κι αν υπάρχει, γιατί οι ανθρώποι μέσα σε ξύλινο κουτί σε έβαλαν, κυρά μου; Φοβάσαι ή ονειρεύεσαι; Ίσως τον Θεό σου, που τόσο αγάπησες να ονειρευτείς για πάντα.

Θεέ, εσύ που οι άνθρωποι λεν πως κατοικείς στον ουρανό, άσε την ίδια κι απαράλλαχτη στον ύπνο της τον αιώνιο όπως ήταν στη ζωή. Όπως την πρωτοείδα, σαν να βγήκε από το φως της θάλασσας, ένα λουλούδι εξωτικό που όμοιό του δεν υπήρχε πουθενά στους κήπους που η Φύση άπλωσε στη γη.

Τώρα απλώθηκε σιωπή. Σαν τη σιωπή που γύρω από την Κυρά μου θα απλωθεί όταν κάτω από το χώμα η αιώνια κατοικία του κορμιού της θα είναι πια. Σαν τη σιωπή μελαγχολίας κι όχι σιωπή της προσμονής. Βαριά σιωπή. Σαν τα βαριά της βλέφαρα, κλειστά κι ακίνητα.

Θεέ, κάνε ο ύπνος της να είν’ βαθύς και η μορφή της, σκιά κακοποιά ποτέ να μη γενεί. Και σεις σκουλίκια, που τη γη μ’αέρα ανανεώνετε, που όλα όσα αλλάζουν πάλι στη γη χαρίζετε, να είστε απαλά επάνω στο κορμί της.
Το χλωμό κορμί και πρόσωπο, το χλωμό το φόρεμα, που κάποτε λαμποκοπούσε σαν φεγγαραχτίδα.

Αλλά τόσο παράξενο δείχνει πιά. Χωρίς ζωή.
Αλλόκοτο!

Είναι άραγε αυτό η αρρώστια; Αυτή η ανθρώπινη κατάρα που δεν την καταλάβαινα, κι ας μου την εξηγούσες, γελώντας με την άγνοιά μου.

Θύμωνα και γω και εξαφανιζόμουν τότε. Γελούσα αόρατος, έστελνα τη φωνή μου, και συ - σαν τα πρόσωπα της Μάνας μου – άλλοτε έτρεχες στο δάσος ψάχνοντάς με, άλλοτε έκλαιγες κοντά στης λίμνης τα νερά, νομίζοντας πως σ’εγκατέλειψα.

Κι άλλοτε, απειλώντας με, πέτρες έριχνες στους τάφους των ανθρώπων, φωνάζοντας να εμφανιστώ αλλιώς ο θάνατος θα σ’έπαιρνε και σένα, έλεγες, για την πράξη σου την ιερόσυλη.
Και γω - που ήμουν δίπλα σου αόρατος - φανερός γινόμουνα αμέσως!

Ήταν το παιχνίδι μας αυτό.

Αλλά φοβόμουνα το θάνατο. Αυτόν που ήξερα πως κάποτε θα σ’έπαιρνε από μένα.

«Δεν φοβάμαι» μου είχες πει όταν σε ρώτησα. «Δεν φοβάμαι να πεθάνω, γιατί κοντά σου έζησα για πάντα. Στιγμές αιώνιες» μου είχες πει.

Σαν να το ήξερες, ότι το τέλος δεν θα ήταν μακριά.

Μα τους ακούω! Έρχονται να την πάρουν! Αόρατος καλύτερα να γίνω!
Πού θα την πάν; Θα τους ακολουθήσω! Σκιές κι αυτοί, μαυροντυμένες, όμοιες με της νύχτας τα φαντάσματα, κι ας είν’ ανθρώποι. Πονούν κι αυτοί, κι ας ξέρουν, σαν θνητοί, ότι ο θάνατος θα έρθει, από γεννησιμιού τους.

Τι πλάσματα παράξενα! Μαγευτικά, συνάμα φευγαλέα κι αιώνια.

Μοίρες φθονερές! Εδώ λοιπόν την έφεραν; Δίπλα από εκεί που παίζαμε. Εδώ σε έναν τάφο απόμακρο, μαρμάρινο, φαιό. Προσεύχονται στο Θεό τους , για την ψυχή της λεν εκείνης. Και κλείνουν τώρα το ξύλινο κουτί.

Ιρίνα!!

Τρίζει το ξύλο σαν να βογγά, καθώς το πρόσωπό της χάνεται από μπρος μου.
Ιρίνα….

Φεύγουν! Επιτέλους φεύγουν...

Η σιωπή δεν βγαίνει από τον τάφο της αλλά από την αθάνατη-νεκρή καρδιά μου. Το όνομά της ψιθυρίζω και πάλι. Αλλά δεν απαντά κανείς.

Ω, Πατέρα μου που θα ανατείλεις σε λίγο, δεν θέλω να σε δω. Δεν θέλω να με δει ο κόσμος σου ξανά, χαρούμενο και ζωντανό.

Εδώ, αόρατος θα μείνω.

Μαζί της.

Και τώρα τι, κυρά μου; Που πάλι θα σε βρώ; Ούτε η φωνή σου σαν ηχώ θε ν’αντηχεί στου δάσους τα λυκόφωτα, όταν σ’αποζητώ. Για πάντα θα είν’ το σπίτι σου ένας τύμβος.

Για μένα... η κατάρα μου αιώνια….

Ή μήπως όχι; Μήπως υπάρχει ελπίδα; Πως κάπως, κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού και της Θεάς, εκείνου του Όντος που το σύμπαν έχει φτιάξει, θα είμαστε μαζί και πάλι; Αλλιώς εσύ, αλλιώς και γω αλλά και ίδιοι, εμείς, ξανά;

Εδώ αόρατος θα μείνω! Μαζί της! Μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή.

Οι άνθρωποι τρομαγμένοι θε να πουν πως ένα ξωτικό - της αμαρτίας ένα παιδί χωρίς ψυχή - στοιχειώνει τον τάφο της άτυχης Ιρίνας:

“Καημένο αμαρτωλό κορίτσι. Φοβερή για την ψυχή σου αυτή η συμφορά!”

Αλλά μες τον τάφο, μόνο ένας νεκρός θα είναι που στην αιωνιότητα βογκά…..

                                                   * * * * * * * *

Copyright  Διονύσης (Dain) Τζαβάρας 2004, 2008.