Αυτή η ιστοριούλα είναι η πρώτη και μόνη προσπάθεια να γράψω "παρηχητικά", στο μέτρο του δυνατού πάντα. Το πρόβλημα ήταν το πως να εκφράσω κάθε σημείο της ιστορίας με παρηχήσεις του γράμματος ή του ήχου "Φ".
Κάθε λέξη επιλέχτηκε προσεκτικά, κάθε φράση ζυγίστηκε σε σχέση με τις προηγούμενες ή τις επόμενες. Με διασκέδασε πολύ αυτό όσο κουραστικό κι αν ήταν κάποιες στιγμές. Αναγκαστικά η γλώσσα είναι καθαρεύουσα σε κάποια σημεία και δημοτική σε άλλα, και έμμετρη.
Ποιητική αδεία - και ελπίζω να μου συγχωρεθεί αυτό - έκανα μερικά λεξιπλαστικά πειράματα, όπως στις λέξεις με πρώτο συνθετικό το φαερ- που φυσικά σημαίνει νεραϊδο-κάτι.
Η λέξη κορφί σημαίνει κόρφος και όχι κορμί βέβαια.
Ο Φόρκυς δεν είναι φυσικά ο μυθολογικός θεός, ενώ η Φαέρικα είναι ένας χαρακτήρας που είχα φτιάξει κάποτε για ένα μεγάλο - αλλά ατελείωτο ακόμα - παραμύθι. Φερσέφασα είναι ένα από τα ονόματα της Περσεφόνης.
Φυσικά δεν έχει κάποια σχέση με τη Μυθαστρία. Δεν γράφω μόνο σ'εκείνο το σύμπαν.



                  -----------------ΦΑΕΡΙΚΑ ΚΑΙ ΦΟΡΚΥΣ----------------------




Ο Φόρκυς φορτωμένος έφυγε με τα φλουριά σφυρίζοντας, αφήνοντας τους φονευμένους στο φως του φεγγαριού.
Έφριξε η φεγγαροντυμένη Φαέρικα η φτερωτή, στις φυλλωσιές π’αφουγκραζόταν. Οι φωνές και ο φόβος τους εκκωφαντικοί στ’αυτιά της. Φευ! Σε τι φταίξανε οι φτωχοί, ο Φαίδων και η φαμίλια του;
«Φονιά!!» φώναξε η Φαέρικα μα ο Φόρκυς - άφαντος - δεν φανταζόταν το φλεγόμενο φως στο ξέφωτο, που αύξανε στη μορφή της, αφανίζοντας κι αυτό το φως του φεγγαριού! Η άφθονη φωτιά δεν άφησε απ’τη φαύνα φύση να φαγωθούν οι φονευμένοι. Φωνή στη φλόγα και φροντίδα έφερε η Φαέρικα και αφάνισε αυτοπυρπολώντας τη φοβερή τη φρίκη απ’το ξέφωτο.

Αφού εφρόντισε γι’αυτά, εφόρμησε αφ’υψηλού, και φορεσιά από φύλλα σφένδαμου κι ασφόδελου ύφανε.
Το ύφος της – ηφαίστειο - έφερε προς τη Φαέθουσα - του φεγγαριού που’φερε τη μορφή - και εφτασφράγιστο φαερομαγικό εφώναξε:
«Υφέρποντα φαντάσματα και Φαύνοι φύλακες! Φορωνέα φαοφέροντα και σεις Φλογίστρες της Αβύσσου!Φοβερή Φερσέφασα και συ Φοίβε που η φαύλα φρόνηση αφόρητη σου φαίνεται, φυσήξτε! Φυσήξτε και με τα φτερά μου φέρτε με σ’αυτόν! Στο φθονερό το Φόρκυνα το δολοφόνο, τον αδελφό τον άφταιχτο που φόνευσε!»

Άφοβη η Φαέρικα αφέθηκε στις φροντίδες των Φυλάκων. Νεφέλωμα αφανέρωτο εφύσηξε ο Φοίβος, κι η αυτοκράτειρα η Φερσέφασα φασματικές φυλές της άβυσσου αφιέρωσε, τη φεγγαρογέννητη να συντροφεύουν στο φτερωτό φευγιό της.

Και έφτασε! Μορφή ενός φύκου φιδογυριστού σε φλαμουριά πυκνόφυλλη εφόρεσε, και άφαντη-άφωνη, του Φόρκυνα το σφύριγμα αφουγκράστηκε.

Σφυρίζοντας ο Φόρκυς, φαγοπότι έφτιαξε στο ξέφωτο και έφαγε. Στους οφθαλμούς του φάνηκε η φλόγα η φιλάργυρη, ύφος φαιδρό, τα φλουριά εποφθαλμιούσε να θωπεύσει.
Αφέθηκε στη φαρδύκορμη τη φλαμουριά να αναπαύσει τη σφιγμένη οσφύ του. Σφούγγισε τη φουντωμένη φάτσα του και τα φλουριά φανέρωσε, στο πορτοφόλι φυλαγμένα. Τα θώπευσε, τα φίλησε, τα'σφιξε στο κορφί του. Το χρυσαφένιο φως τους άφθαστο, φανταστικό! Φαντασμαγορικό νεφέλωμα εσφάλησε τους οφθαλμούς του και έφυγε ο Φόρκυς στου Μορφέα τη φωνή τη φαντασιακή αφημένος.

Τα φυλλόκλαδα του φύκου εμφύσηξε ο Φοίβος, κι η Φαέρικα σαν φίδια φοβερά τα έφερε, στροφές-στροφές, φυλακή να φτιάξουνε, το Φόρκυνα το φαντασμένο να φασκιώσουν. Σαν φιέστα οι φασματικές φυλές φουρφούριζαν με φούρια, οι άφοβοι οι φαύνοι, φλογίστρες φωτερές, φαντάσματα και φρίκες, κι απ'τις φωνές, τη φασαρία τους, αίφνης ο Φόρκυς αφυπνίστηκε.
Αιφνιδιάστηκε, και στο φόβο τον αφόρητο που φώλιασε στον εαυτό του, εφάμιλλος στη φύση δεν υφίστατο. Τα φλουριά να σφίξει, να ξεσφίξει φοβούμενος μη φύγουν ή αφανιστούν ευχήθηκε, αφού κι οι φονικές του φάλαγγες σε φυλακή σφιχτή φρουρούνταν από του φύκου τα φυλλόκλαδα στη φλαμουριά που φιδογύριζαν! Εσφάδαζε αυτός που φόνευσε τ'αδέλφι του να αναπνεύσει, φυλακισμένος από την κορφή ως τις φτέρνες!

Φανερή η φρίκη στη φωνή του, φώναξε:
«Φίδι φαρμακερό, φάντασμα από εφιάλτη, που έφτιαξες τη φυλακή αυτή, φανέρωσε τη φρικαλέα φάτσα σου και άφησέ με ελεύθερο!»

Ευθύς του φανερώθηκε η Φαέρικα, φασματικό νεφέλωμα με φορεσιά του φύκου τα φυλλόκλαδα. Στους οφθαλμούς της φλόγα αυτόβουλη που φέγγιζε στο ξέφωτο!

«Ελεύθερο, φονιά; Ω, Φόρκυνα φαντασιόπληκτε, φύση φθαρμένη, αφύσικη, που φθόνησες του αδελφού σου τα φλουριά! Το Φαίδωνα και τη Φυλλίδα φόνευσες, τα φιντανάκια τους τι σου'φταιξαν που κάρφωσες, αφηνιασμένος, μην ξεφύγουν; Nα φύγουν λεύτερα δεν τ'άφηνες αυτά, τα φλουριά αφού 'χες υφαρπάξει, αφιλότιμε;»

«Η ομορφάδα σου να διαφέρει φαίνεται της φύσης σου της φονικής, φιδόψυχη φοράδα! Αφού τα φρέσκα φράγκα μου φροντίζεις να μου φας με φούρια, φυλακίζοντάς με σε φιδίσια φυλακή! Τα φάσματα τα φρικαλέα - οι σύντροφοί σου - εύχομαι να σε φάνε! Φτου σου, αφορισμένη!!» φώναξε ο Φόρκυς, φουρκισμένος κι έφιδρος.

Η φυλλοστεφάνωτη η Φαέρικα με φορτισμένη εύθυμα φωνή εφώναξε: «Αφέντη μου, μ'αφόπλισες με τη φράση αυτή, το "φτου σου, αφορισμένη!" Εφέστιοι φύλακες! Στ'αυτιά σου Φόρκυνα πώς έφτασε φαερομαγικό που φυλαγμένο φρόντισαν και άφαντο οι φύλακες να φέρεται; Φευ, φευ! Οι φθόγγοι σου φυλάκισαν τη φύση της Φαέρικας της φοβερής και φιλικά θα σου φερθώ, αφού αφέντης μου αυτοδιορίστηκες της αφελούς φτωχής!»

«Άφησέ με ελεύθερο να φύγω!»

«Φυσικά, αφέντη μου, μα φυσικά! Μια αφιέρωση φτάνει να προσφέρεις, και αφάνισα τη φυλακή, σαν αφοσιωμένη φίλη σου.»

«Αφιέρωση, ε; Φλουριά φροντίζεις να μου φας, φλύκταινα φεγγαρόφερτη! Φτάνουν εφτά;»

«Εφτά για εφτασφράγιστο φαερομαγικό, εφτά οι στροφές της φυλακής σου, εφτά τα φώτα που φεγγοβολούν στου Φοίβου τη φαμίλια, εφτά και στο Εφτάστερο την άφατη τη Φύση που φωτίζει! Φτάνουν, Φόρκυ!»

«Αφέσου αυθωρεί, εφτά φλουριά αφαίρεσε ευχερώς, και να φύγω άφησέ με!» φώναξε με φειδωλή φωνή, ασφικτιούσε ο Φόρκυς απ΄το σφίξιμο του φύκου.

«Φοβερό, φίλτατε Φόρκυνα! Τι αφηρημάδα! Τη φύση του φαερομαγικού σαφώς μου φάνηκε πως σου φανέρωσα. Τα φλουριά ο αφέντης θα προσφέρει στη φτερωτή του φίλη. Αυστηρά αυτός, χουφτώνοντάς τα!» αποφάνθηκε η Φαέρικα.

«Φυλακισμένες φέρονται οι φούχτες μου, φενάκη φρικαλέα! Φρόκαλο με μορφή φαερικού!!» αφήνιασε ο Φόρκυς φουντωμένος. «Φούσκωσαν οι φάλαγγές μου απ'το σφίξιμο! Τις φούχτες μου άφησε λεύτερες τα φλουριά να σου προσφέρω!»

«Φευ! Η φύση σου η άφρονη φροντίζει, Φόρκυνα, η φυλακή από φύλλα σφιχτά να σε φασκιώνει. Δεν υφίσταται φαερομαγικό, φονιά της φαμελιάς του αδελφού σου! Τα φάσματα αυτών που φόνευσες για τα φλουριά σε σφίγγουν, όχι η Φαέρικα κι οι σύντροφοί της. Ο φόβος και η φρίκη αυτούσια στους οφθαλμούς της Φύλλιδας, τα φιντανάκια της που έσφαζες! Αυτό είν' η φυλακή σου! Τις φονικές σου φούχτες ελεύθερες φέρε, πρόσφερε τα φλουριά που υφάρπαξες κι ελεύθερος θα φύγεις!»

«Εφ'όσο φωτίζει ο Φαέθωνας τη Φύση, και ο Φοίβος κι η Φεγγαρόσχημη αδελφή του, η Φαέρικα θα σε φυλά…αφέντη μου…αδελφοφόνε…τα φλουριά ώσπου να θωπεύσεις ή να φθαρείς και να σε φάει η φύση η φαύνα που εφ΄ώ αφουγκράζεται!»

Φέγγισαν οι οφθαλμοί της απ΄τη φωτιά την άφατη και η μορφή της άφοβης Φαέρικας εφάνη η φυσική! Άφθαστη και φοβερή, φαερογέννητη, στο Φως του Εφτάστερου, του Φοίβου, της Φερσέφασας τη φυλή της που έφτιαξαν στου Ήφαιστου τους φούρνους!

Αφάνταση η φρίκη στη φωνή που άφησε ο Φόρκυς. Άφρισε και σφάδαξε, φλέγματα έφευγαν, φούσκωσε η φάτσα του από τη φούρια και το φόβο, τις φωνές. Η φιέστα των φασμάτων φούντωσε, οι φυλές της άβυσσου, φαύνοι, φλογίστρες, φύλακες, αφέθηκαν σε φαντασιακή φρενίτιδα.

Έφυγε το φως και σφάλισαν οι οφθαλμοί του φθονερού του Φόρκυνα τ'αδελφοφόνου.

                                                     * * * * * * * * *

Copyright Δ.Τζαβάρας 2006.