Copyright: Διονύσης Τζαβάρας (Dain) 2005

Αυτοτελής ιστορία στο σύμπαν της Μυθαστρίας. Ο χρόνος στο Μυθαστριακό 
timeline αντιστοιχεί με τη Γήινη ημερομηνία 6 Αυγούστου 2245 μ.Χ. 
Η παλιά αυτή αυτοτελής ιστορία βασίζεται σε μια άσκηση του εργαστηρίου συγγραφής του sff.gr.
Eπίσης εδώ πρωτοεμφανίζεται η Φαινώ της Νεκτάνεβα, ένας Μυθάστριος χαρακτήρας που παίζει σημαντικό ρόλο και σε πολλές άλλες ιστορίες.
Ένα Γλωσσάριο με ονόματα και όρους που αναφέρονται στην ιστορία, βρίσκεται εδώ: ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ του "Τέλος Μπάαλορ!": Οι Τελευταίες Στιγμές Ενός Αυτοκράτορα





**********Τέλος, Μπάαλορ! Οι τελευταίες στιγμές ενός Αυτοκράτορα.**********


“Για δέκα χιλιάδες χρόνια ήδη, κυβερνούσαν αόρατα και κάποτε ορατά τόσο τη Νουβίια όσο και πολλούς άλλους από τους Παλαιούς Κόσμους, και πολύ πέρα από αυτούς.
Κάθε μάντισσα, κάθε Φαινώ, άλλοτε καταλύτης εξέλιξης, άλλοτε καταστροφής, αλλά πάντα καταλύτης αλλαγής απολάμβανε το σεβασμό και το δέος τρισεκατομμυρίων όντων.
Χιλιάδες μύθοι πλάστηκαν γύρω από τις μυστηριώδεις δυνάμεις τους και την βαθιά γνώση τους.
Καμιά όμως δε μυθοποιήθηκε τόσο, καμιά δεν αγαπήθηκε και δε μισήθηκε τόσο - μισήθηκε ειδικά από τον τελευταίο Διαστροκράτορα της Αγίας Κραταιής Αυτοκρατορίας της Νέας Εκστασιανής - όσο η
Φαινώ της Νεκτάνεβα.”

Απόσπασμα από: “H άνοδος και η πτώση του τελευταίου Διαστροκράτορα Θαιϊανού του 7ου», τόμος 12, έκδοση 485η, Νόβα Ουρμπάνα, Νέα Εκστασιανή.

                                                     * * * * * * * *



Το δεξί του χέρι από τον ώμο ως τα δάχτυλα είχε αχρηστευθεί. Το δεξί του μάτι έτσουζε από τα δάκρυα που έτρεχαν χωρίς να μπορεί να το κλείσει.

Ο πόνος αβάσταχτος.

Αλλά δεν θα παραδιδόταν. Θα τους σκότωνε όλους. Και πρώτα, αυτούς που διέκοψαν την Oλική Ανοδιοφόρτωση του εαυτού του στο Εκστασιανό Δίκτυο και η ανάδραση της διακοπής τον σακάτεψε, διακόπτωντας έτσι για πάντα το πιο ιερό δικαίωμα του. Αυτό που τον έκανε άτρωτο από κάθε προδότη, άτρωτο από την πιθανότητα θανάτου, στερόντας του έτσι την αιωνιότητα, δικαίωμα όλων των Αυθιεραρχών της χιλιετούς αυτοκρατορίας.

Δεν ήταν η θρησκευτική σημασία που θα αποκτούσε το όνομά του, όταν έπαιρνε τη θέση του ανάμεσα στις Μεγάλες Αρχές, τις άυλες αλλά πραγματικές, τεχνητές νοημοσύνες που ήταν πια οι Παλιοί έξη Αυτοκράτορες πριν τον ίδιο.
Ήταν η εξουσία που θα είχε τότε ανάμεσα τους. Ο Ανώτατος ανάμεσα στους ανώτατους, ανάμεσα στις Αρχές που ουσιαστικά κυβερνούσαν την τεράστια αυτοκρατορία, ανοδιοφορτωμένοι και εκείνοι, αγιοποιημένοι σύμφωνα με την Εκστασιανή θρησκεία, μέσα από τον κυβερνοχώρο του δικτύου. Οι θεοποιημένοι σχεδόν, προπάτορές του που είχαν το ίδιο όνομα με αυτόν.

Αυτός ήταν ο Θαιιανός ο 7ος. Διαστροκράτωρ Αυθιεράρχης.

Ήξερε την αυτοκρατορία του. Μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν σε διακόσια εκατομμύρια κυβικά έτη φωτός, απ’την Ωρόρα-Εικόνικα και τον Ρουβίκωνα, ως το Σελεσμήνος, τους Πλειάδιους κόσμους και τον Γουάνγκ-Τσου.

Κόσμοι σαν την άμμο.

Να την αρπάζει με τα χέρια του. Να την κυβερνά, να την πλάθει. Να την πατά όταν οι άνεμοι πήγαιναν να την παρασύρουν.

Mαύρα σημεία μέσα σε αυτή την λαμπερή δύναμη, σημεία αδυναμίας που για χρόνια τον έκαναν να μην μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος τις νύχτες, αυτός ο ασήμαντος κόκκος που λεγόταν Ωκεάνα.
Ο μόνος κόσμος των Πλειάδων που δεν υπέκυψε ποτέ επειδή είχε την προστασία της ίδιας της Παλιάς Εκστασιανής, και, ακόμα χειρότερα, την προστασία της Μεγάλης Φαινούς, εκείνης της πουτάνας-αράχνης, που τολμούσε να αντιστέκεται από τη σφηκοφωλιά που λεγόταν Νεκτάνεβα, στην άλλη άκρη του γαλαξία.

Αυτής που σαν αράχνη των βάλτων τύλιξε ένα δίκτυο από ιστούς γύρω του, που προστάτεψε τους προδότες.

Τους προδότες!

Tους προδότες που ο ίδιος είχε δημιουργήσει.

Το μοναδικό λάθος που είχε κάνει στα 120 χρόνια της βασιλείας του. Τους προδότες που κρυφά υπέθαλπτε τόσα χρόνια η καταραμένη Ωκεάνα, και πιο πολύ η Νεκτάνεβα, η πόλη-υπερκόμβος με τις τηλεμεταφορικές πύλες της να βρίσκονται πάνω σε εκατοντάδες κόσμους και ήταν το κέντρο του Φαιναϊκού Τάγματος.

Τελευταία μάλιστα ακόμη περισσότεροι κόσμοι εναντιώνονταν ανοιχτά προς αυτόν, μέχρι και κείνη η παλαιολιθική κοτσιλιά που τελευταία είχε σηκώσει κεφάλι ενάντια στην «απειλή» της Αυτοκρατορίας, η Γη…

Και τώρα που όλα γκρεμίζονταν γύρω του και τα τελευταία κομμάτια της εξουσίας του εξανεμίζονταν αναρωτήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του, μήπως είχε κάνει και παραπάνω από ένα λάθη.

Είχε πιστέψει πως θα έβρισκε τους προδότες έναν-προς-έναν. Ήξερε για την πιθανότητα κάποιας μαζικής προδοσίας εδώ και δεκαετίες. Ήξερε και είχε πάρει τα μέτρα του κι ας του είχαν κοστίσει περισσότερο από όσα ήθελε να δώσει.
Kαι ναι, είχε βρει μερικούς, τους είχε αφανήσει αλλά με μεγάλο κόστος.

Είχε παντρευτεί δεκάδες γυναίκες, αναζητώντας έναν τέλειο γιό για διάδοχό του.
Ένα γιό που να ήταν σαν κι αυτόν, που να τον κοίταζε στα μάτια και να έβλεπε μόνο την εικόνα του εαυτού του μέσα.
Τη φλόγα αυτή που την ένιωθε να τον καίει κάθε φορά που κατακτούσε ένα νέο κόσμο, που κατέστρεφε ένα παλιό εχθρό.

Κανένα από τα παιδιά αυτά όμως, δεν ήταν το κατάλληλο. Ούτε από τις γυναίκες του, ούτε από τις παλακίδες, ούτε από τυχαίες γυναίκες που είχε κάνει δικές του.
Μερικά παιδιά τα είχε κρατήσει, τα είχε κάνει υπαξιωματικούς του ή και κυβερνήτες ασήμαντων περιφερειών. Πολλά άλλα…..απλά είχε φροντίσει να εξαφανιστούν μαζί με τις μανάδες τους.

Είχε προγραμματήσει κάθε λεπτομέρεια.

Ήξερε ποιοι από τους γυιους του θα ήταν εν δυνάμει προδότες και πότε. Ήξερε πότε θα σταματούσαν να του ήταν χρήσιμοι. Και επί τόσες δεκαετίες είχε φροντίσει ώστε να όταν δεν ήταν χρήσιμοι πια να απομακρύνονταν. Για πάντα.

Κι ας ήταν κλεισμένος και αβοήθητος, εδώ και δυο μέρες, στο Άδυτό του, τη μυστική αίθουσα κάτω από το παλάτι απ’όπου κυβερνούσε. Κι ας παρακολούθησε, με τις φλέβες στο πρόσωπό του να κοντεύουν να σπάσουν από την ένταση, τους επαναστάτες να διαλύουν την τροχιακή άμυνα γύρω απ’τη Νέα Εκστασιανή και τον βομβαρδισμό του πλανήτη, και πριν λίγο, τον θάνατο εκατομυρίων υπηκόων του.

Δεν είχε θελήσει να τους σκοτώσει ο ίδιος. Αλλά η αυτοκρατορία κινδύνευε στο πρόσωπό του.
Όταν η τροχιακή άμυνα έσπασε και οι επαναστάτες άρχισαν να βομβαρδίζουν τον πλανήτη, έδωσε την εντολή όση ενέργεια παραγόταν από τα έγκατα του όμορφου κόσμου, και από τους ηλιακούς τροχιακούς συσσωρευτές και μετατρέπονταν σε τεράστια προστατευτικά πεδία πάνω από τις πόλεις της Νεας Εκστασιανής, να σταματήσουν να τροφοδοτούν κάθε πόλη, κάθε περιοχή...

Μόνη εξαίρεση η πρωτεύουσα Ουρμπάνα Εξ Τέμπλις - όπου βρίσκονταν και οι περισσότεροι επίγειοι συσσωρευτές, το κέντρο του τηλεμεταφορικού δικτύου και οι σημαντικοί επιστήμονες και υπουργοί του - και το κοντινό Παλατίνο Ιμπεριάλις, η αυτοκρατορική κατοικία-πόλη στην οποία ζούσε ο ίδιος όταν δεν έλειπε για κάποια εκστρατεία.

Μόλις λίγα λεπτά πριν, το Άδυτό του, η μυστική αίθουσα βαθειά στα έγκατα του παλατιού που αποτελούσε το κέντρο της εξουσίας του, άρχισε να σείεται από τις εκρήξεις.
Στις οθόνες ολόγυρά του, που τρεμόσβηναν πια, παρακολούθησε με τα δόντια τόσο σφίγμένα που αίμα έτρεξε από τα χείλη του, το πεδίο γύρω από την πρωτεύουσα να γίνεται από μωβ, κόκκινο, από κόκκινο, ρόζ, και από ροζ, λευκό.

Να σπινθηροβολά για λίγο και αργά να διαλύεται.

Το μυαλό του ούρλιαζε κάνοντας πολλές σκέψεις σε ελεύθερο συνειρμό, ενώ τα δάχτυλά του χτυπούσαν αδιάκοπα πλήκτρα προσπαθόντας να κάνει τις οθόνες να λειτουργήσουν, να έρθει σε επαφή με κάποιον αξιωματικό, ή ακόμα και με κάποιο από τους προδότες. Με τον εαυτό του τον ίδιο. Με τους προδότες που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Η μόνη σκέψη που ήταν αβάσταχτη πια. Όχι δεν είχε πιστέψει πως είχε νικηθεί ακόμα. Ακόμα υπήρχε ο πυρήνας μέσα του, ο πυρήνας που σαν το κέντρο ενός άστρου έκαιγε αιώνια, αδιάκοπα, αυθύπαρκτα.

Έτσι αυθύπαρκτο και αιώνιο είχε θεωρήσει τον εαυτό του όταν, βλέποντας πως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν από τους γιούς του ως διάδοχό του, εφάρμοσε το σχέδιο που θα ήταν το πιο μυστικό και πιο μεγαλόπνοο σε όλη την ιστορία της Αυτοκρατορίας…του γαλαξία στην πραγματικότητα.

Αν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν εκτός από τον ίδιο, τότε θα εμπιστευόταν μόνο τον ίδιο.

Η κατάκτηση της Ωρόρα-Εικόνικα πριν λίγες δεκαετίες, και η υποχρεωτική συγχώνευση των γενετικών επιστημόνων της, στα Ινστιτούτα Ερευνών της Νέας Εκστασιανής είχε εκτοξεύσει το επίπεδο της γενετικής και ειδικά του νευρονικού κλονισμού έτη φωτός μακριά από ότι πριν.

Μετά από χιλιάδες πειράματα, επτά κλώνοι δημιουργήθηκαν. Κλώνοι του Αυτοκράτορα.

Παρ’όλο που σωματικά ήταν ίδιοι, η εμπειρία ενός κλόνου- όπως του είχαν πει οι Ωρορανοί επιστήμονες- ήταν άγραφος πίνακας. Πάνω στον πίνακα αυτόν, θα αποτυπωνόταν εικονικά η ψηφιοποιημένη προσωπικότητα και εμπειρία του Θαιϊανού.
Ένα αόρατο νευρωνικό πλέγμα που συνδεδεμένο με κάθε σχεδόν κύτταρο του εγκεφάλου των κλώνων θα ανταποκρινόταν σε συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου του αρχικού Θαιϊανού. Οι κλώνοι θα είχαν την εντύπωση πως ο καθένας ήταν ο αρχικός Αυτοκράτορας και οι άλλοι τα κλωνοποιημένα άτομα.

Ο αρχικός όμως Θαιιανός ήξερε ποιος ήταν και μέσω του νευρωνικού πλέγματος θα μπορούσε να ελέγξει τους υπόλοιπους που θα βρίσκονταν μακρυά, συνεχίζοντας το έργο της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα μέσα στα σχέδια ήταν και η δημιουργία ενός τέλειου κλώνοποιημένου σώματος, μέσα στο οποίο θα ανοδιοφορτωνόταν κάποια στιγμή, ώστε να μην χάσει και την εμπειρία του σώματος, τις χαρές που του προσέφερε όταν θα έπαιρνε τη θέση του ανάμεσα στους άλλους Αυτοκράτορες.

Έτσι θα ήταν αιώνια ο Ανώτατος των ανώτατων.

Οι Ωρορανοί επιστήμονες είχαν τονίσει βέβαια πως τέτοια δημιουργία κλώνων με το εικωνικό αποτύπωμα του αρχικού Θαιιανού ήταν κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο.
Οι κλώνοι ήταν μεν σωματικά τέλειοι αλλά ο ψυχισμός τους ήταν μόνο ένα αντίγραφο. Δεν ήταν πλήρης ανοδιοφόρτωση και θα ήταν ιδιαίτερα ασταθής.
Αν ο απόλυτος έλεγχος πάνω τους χαλάρωνε, τα αποτελέσματα ήταν απρόβλεπτα μια που δεν είχε γίνει ποτέ κάτι ανάλογο.

Είχε φροντίσει και αυτή τη φορά να εξαφανίσει τους επιστήμονες μετά το πέρας του έργου. Η αυτοκρατορία ήταν τόσο τεράστια που κανείς δεν θα σκεφτόταν πως ο Θαιιανός θα βρισκόταν σε πάνω από ένα τόπο.
Εξ άλλου ήταν πάμπολλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, ειδικά στα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Το κέντρο ελέγχου, το Άδυτό του, φτιάχτηκε τότε.
Ο ίδιος θα βρισκόταν σχεδόν πάντα εκεί. Χιλιάδες τεχνικοί και επιστήμονες θα ήταν εμπλεγμένοι βέβαια, αλλά κανείς, εκτός από λίγους έμπιστους υφιεράρχες, δεν θα ήξερε ακριβώς τον αληθινό σκοπό του κέντρου, ενός κέντρου το οποίο λειτουργούσε με τη χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας από όλη την αυτοκρατορία.

Όλα αυτά όμως είχαν ανατραπεί μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Ένας-ένας οι κλώνοι του πέθαιναν. Οι στόλοι τους έπεφταν στα χέρια των επαναστατών.
Οι εντολές, οι διαταγές που τους έδινε σταματούσαν να λειτουργούν πια. Μερικούς τους είχε εξοντώσει ο ίδιος. Άλλοι πάλι απλά αρνιόντουσαν να υπακούσουν.

Μέσα σε λίγες μόνο βδομάδες το χάος που επικράτησε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί πότε στην ιστορία της.

Με το θάνατο του κλώνου του, και των υπαξιωματικών του, στην περιοχή του Ρουβίκωνα, συμπρώτευουσα σχεδόν της αυτοκρατορίας μαζί με τη Νέα Εκστασιανή, όπου βρισκόταν σε τροχιά ένας από τους μεγαλύτερους στόλους της Αυτοκρατορίας, οι επαναστάτες τόσο από την Ωκεάνα, τη Γη, τους κόσμους υπό την αιγίδα της Νεκτάνεβα κατέλαβαν το στόλο και επιτέθηκαν στη Νέα Εκστασιανή.
Ο δικός του στόλος, ο μεγαλύτερος από όλους, βδομάδες τώρα είχε διασπαστεί σε δεκάδες συγκρούσεις μακριά. Ποιος θα είχε φανταστεί πως τα πράγματα θα έπαιρναν τέτοια τροπή μέσα στην ίδια την παλλόμενη καρδιά της αυτοκρατορίας;

Το ενεργειακό πεδίο πάνω από την Ουρμπάνα Εξ Τέμπλις σπινθήρησε για μια στιγμή και χάθηκε. Ο ουρανός πάνω από την πόλη ήταν γαλάζιος και ασυννέφιαστος.


Οι επόμενες στιγμές ήταν σιωπηλές.

Για λίγο όλα φαίνονταν όπως συνήθως.

Η τεράστια πόλη ήταν κατοικία δεκαπέντε εκατομυρίων υπηκόων του. Γεμάτη πανάρχαιους ναούς, και πρώτα τον μεγαλύτερο από όλους το ναό που πρωτοχτίστηκε όταν αποικήθηκε η Νέα Εκστασιανή, περήφανο μονόλιθο από μαύρο φωσφορίζοντα οψιδιανό. Γύρω από το λόφο στον οποίο ήταν χτισμένος απλώθηκε σιγά-σιγά η πόλη.

Ολόκληρη η πόλη φάνηκε σχεδόν να αιωρείται έξω από το χρόνο. Αιώνια και άχρονη, δυνατή και περήφανη για πάντα, το σύμβολο της Κραταιάς Αυτοκρατορίας.
Αν κάποια αίσθηση ομορφιάς και λύπης πέρασε μέσα από το νου του Διαστροκράτορα, την απόδιωξε.

Δεκάδες συρίγματα ακούστηκαν πάνω από την πόλη. Η πρώτη βόμβα έπεσε πάνω στο κεντρικό ναό. Ο ναός και ο λόφος εξαφανίστηκαν μέσα σε ένα μάύρο σύννεφο σε σχήμα μανιταριού. Μία οθόνη πρόλαβε και έδειξε το ναό να γκρεμίζεται. Αμέσως άλλες οθόνες έδειξαν την καταστροφή που συντελούνταν πάνω στην αβοήθητη πόλη. Αερόδρομοι, κτίρια, τρένα που έπεφταν σε βάραθρα που άνοιγαν οι βόμβες, τεράστιοι ουρανοξύστες έτρεμαν για λίγο και έπεφταν θάβοντας στα θεμέλιά τους τους άτυχους κατοίκους.
Μακριά στο κεντρικό κοσμοδρόμιο της πόλης δεκάδες πλοία προσπαθούσαν να σηκωθούν από το έδαφος. Άλλα στρατιωτικά, άλλα ιδιωτικά, αλλά οι επαναστάτες δεν θα μπορούσαν να αφήσουν να ενισχυθεί η ήδη αποδεκατισμένη τροχιακή άμυνα.

Ήταν εμφανές.

Και ο ίδιος θα είχε κάνει, είχε κάνει στην πραγματικότητα, το ίδιο πράγμα. Στον πόλεμο ακόμα και ο αθώος είναι εν δυνάμει απειλή.

Το κοσμοδρόμιο χτυπήθηκε τόσο, που σε λίγο δεν είχε μείνει παρά ένας κρατήρας με λίγα σπαρμένα ερείπια ολόγυρα.

Μία-μία οι οθόνες έσβηναν.

Η Ουρμπάνα Εξ Τέμπλις δεν υπήρχε πια...

Τους καταράστηκε με όλη του την δύναμη, προσπαθώντας να κρατηθεί όρθιος αφού το Άδυτο συγκλονιζόταν τώρα από τις εκρήξεις, καθώς το μοναδικό ενεργειακό πεδίο που λειτουργούσε πια γύρω από το Άδυτο, αποδυναμωνόταν.

Ναι. Είχε καταστρέψει κόσμους ολόκληρους στα εκατόν είκοσι χρόνια της βασιλείας του. Είχε διαφύγει από δεκάδες απόπειρες δολοφονίας. Και η τιμωρία που επέβαλλε στους κόσμους, στις κοινωνίες, στις οικογένειες των επίδοξων δολοφόνων του συντάραζε κάθε φορά την Αυτοκρατορία.

Τίποτα όμως δεν θα συγκρινόταν με τη χαρά να τους σφάξει ο ίδιος με το τελετουργικό μαχαίρι του. Να νιώσει τη ζωή τους να φεύγει, να γίνεται δική του. Να τους ακούσει να ουρλιάζουν σαν το συριστικό ουρλιαχτό που του τρύπαγε τώρα τα αυτιά από τις ασπίδες που υποχωρούσαν.

Ο πόνος δεν λιγόστευε. Θυμήθηκε τις μυητικές τελετουργίες τις οποίες άντεξε πριν στεφθεί. Τη βίαιη και οδυνηρή αφαίρεση του νυχιού από κάθε αντίχειρα και την αντικατάστασή τους από δύο τεχνητά νύχια. Την αδρανή ουσία που για πάντα θα εκκρινόταν από το αριστερό νύχι, και τον καταλύτη της από το δεξί. Διασταυρώνοντας απότομα τα νύχια η ουσία θα γινόταν ένα ισχυρότατο δηλητήριο.

Χαμογέλασε στη σκέψη. Δεν θα τον έπιαναν ποτέ ζωντανό.

Αν χρησιμοποιούσε το δηλητήριο θα είχε μόνο πέντε λεπτά για να ενεργοποιήσει το αντίδοτο, που βρισκόταν μέσα σε νανο-ρομπότ στον εγκέφαλό του. Είχε μάθει τέλεια την περίπλοκη ακολουθία λέξεων που θα το δραστηριοποιούσαν, αν τις πρόφερε.

Αλλά είχε τη σιγουριά πως δεν θα το χρειαζόταν. Δεν είχε ποτέ αφήσει κάτι στην τύχη. Είχε κάνει βίωμά του πια την υπομονή.
Πρώτα θα έβλεπε τις αδυναμίες του κάθε αντιπάλου, τις δυνάμεις του – τις οποίες θα έκανε και δικές του αν ήταν απαραίτητο – και αργά ή θα έφερνε τον αντίπαλό με το μέρος του, ή αν δεν γινόταν θα τον κατέστρεφε.

Για εκατοντάδες χρόνια, από την εποχή που βασίλευε ο πατέρας του, υπήρχε ο μύθος των Φαινών, ο μύθος πως ήταν συνδεδεμένες με ένα πανάρχαιο δίκτυο πληροφοριών, ένα δίκτυο που υπήρχε κάπου στο σύμπαν, μέσα στις «Φωτεινές Χορδές του Σύμπαντος», σύμφωνα με την ποιητική γλώσσα του τάγματος των Φαινών, και είχε δημιουργηθεί από κάποιο υπεργαλαξιακό πολιτισμό πριν εκατομμύρια χρόνια.
Ένα δίκτυο άυλο και αόρατο σε αυτούς που δεν είχαν τον τρόπο πρόσβασης σ’αυτό.

Ένα δίκτυο που, όπως έλεγαν οι θρύλοι, ήταν σήμερα μέρος κάποιας οντότητας, κάποιας ύπαρξης από κόσμους και υπάρξεις που λεγόταν Μυθαστρία.

Οι μύθοι έλεγαν πως η Μυθαστρία είχε τέτοια γνώση, δύναμη και τεχνολογία – ακόμα και το αδύνατο και ανείπωτο, το σπάσιμο του φράγματος της ταχύτητας του φωτός - που μπορούσε αν ήθελε να γίνει η Αιωνία Αυτοκρατορία. Να πραγματώσει δηλαδή το όνειρο πάνω στο οποίο ο ίδιος, ο Θαιιανός ο 7ος και οι πρόγονοί του θεμελίωσαν την Αυτοκρατορία τους.

Όταν οι αποικίες της Νέας Εκστασιανής άρχισαν να επεκτείνονται, και με την αύξηση της στρατιωτικής τους δύναμης να κατακτούν κοντινούς κόσμους και συστήματα, αποκόπηκαν εντελώς από τους παλαιούς και μακρινούς κόσμους από τους οποίους είχαν ξεκινήσει και με την ενθρόνιση του Θαιιανού του 1ου ανακηρύχτηκε η δημιουργία της Εκστασιανής Αυτοκρατορίας. Έτσι σαν λαίλαπα επεκτάθηκε προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις, κάνοντας όμως και πολλούς εχθρούς. Ιδιαίτερα ισχυρούς εχθρούς. Ανάμεσά τους και τη Φαινώ της Νεκτάνεβα.

Γνώριζε καλά και είχε αναθέσει επισταμένα στους υφιεράρχες του, όπως και σε όσες τεχνητές νοημοσύνες διέθετε η Αυτοκρατορία να μελετήσουν για χρόνια το θέμα των Φαινών, τόσο σαν εξωτερική απειλή, όσο και την πιθανή σχέση τους με την θρυλική Μυθαστρία.
Σίγουρα το Φαιναϊκό Τάγμα κάποτε θα ήταν απειλή, αλλά για τώρα όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως μια κίνηση φιλίας προς τη Φαινώ της Νεκτάνεβα, θα είχε θετικές επιπτώσεις για την εικόνα του σαν Διαστροκράτορα και κατ’επέκταση για την Αυτοκρατορία.
Ένα ψίχουλο σε όσους λάτρευαν τις Φαινούς και τη Θρησκεία τους, ώστε να δουν τον Κύριό τους με άλλο βλέμμα. Ένα κόκαλο που θα έριχνε σε ένα δαρμένο ζώο και εκείνο θα του έγλυφε το χέρι. Θα γινόταν ακόμα περισσότερο υπηρέτης του κυρίου του.
Και όσα περισσότερα ψίχουλα έριχνε τόσο το μαστίγιο της επόμενης μέρας θα φαινόταν λιγότερο οδυνηρό και δικαιολογημένο, τόσο πιο υπάκουο θα γινόταν το ζώο.
Γι’αυτό και αποφάσισε να επιτρέψει να λειτουργήσει για πρώτη φορά Πύλη για τη Νεκτάνεβα πάνω στη Νέα Εκστασιανή, λίγο καιρό πριν στεφθεί Διαστροκράτωρ.
Μάλιστα μία ιστορική συνοικία της Ουρμπάνα Εξ Τέμπλις θα θεωρείτο πια μέρος της Υπερ-πόλης Νεκτάνεβα.
Μία δευτερεύουσα Πύλη θα λειτουργούσε βέβαια και στο παλάτι.

Έσφιξε τα δόντια από τον τρομερό πόνο που ένιωθε. Σύντομα και το τελευταί;;ο πεδίο που προστάτευε την αυτοκρατορική κατοικία θα έπεφτε. Από πάνω του ψηλά ακουγόταν σαν απόηχος στη σπηλαιώδη αίθουσα ο βόμβος από χιλιάδες φωνές.

Το ξεραμένο αίμα στα χείλη του ήταν πικρό. Πικρό, όσο γλυκιά είχε υπάρξει η μέρα που η Πύλη για τη Νεκτάνεβα λειτούργησε για πρώτη φορά.
Χιλιάδες κόσμος είχε μαζευτεί να παρακολουθήσει το γεγονός. Μπροστά, με τα ιερά ενδύματα του Διαστροκράτορα, ο ίδιος να κρατά ένα ανθισμένο κλαδί, σύμβολο φιλίας, χαμογελαστός, εφοδιασμένος με ένα ολοαισθητήρα που οι φροντιστές της εικόνας του είχαν κατασκευάσει προσέχοντας και την τελευταία λεπτομέρεια, ώστε η εικόνα που μεταδιδόταν σε όλη την Αυτοκρατορία να έδειχνε έναν καλοσυνάτο, νέο άντρα που, με υποβολιμαία μηνύματα, απέπνεε εμπιστοσύνη και καλοσύνη.

Όταν η όμορφη, εξωτερικά μαρμάρινη ωοειδής Πύλη έλαμψε,το χαμόγελό του ήταν αληθινό όταν από μέσα πρόβαλε η Φαινώ.

H τρομερή Φαινώ της Νεκτάνεβα δεν ήταν παρά ένα νεαρό κορίτσι. Του άρεσαν τα νεαρά κορίτσια. Υπήρχε κάτι αγνό επάνω τους που τον έκανε να θέλει να το ρουφήξει, να το κάνει δικό του, να το κατακτήσει μια για πάντα.

Το κορίτσι ήταν ντυμένο με ένα λευκό λαμπυρίζον αραχνούφαντο μακρύ φόρεμα, σχεδόν διαφανές. Οι θηλές, και οι τρίχες του εφηβαίου της ήταν ορατές καθώς τις χάιδευε το λευκό ύφασμα. Τα μαλλιά της κατάμαυρα, ίσια και μακριά ενώ τα αμυγδαλωτά μάτια της μαύρα σαν το διάστημα, λαμπύριζαν παράξενα χωρίς κανένα φόβο ή δέος με την παρουσία του.
Πιο πολύ αυτό το βλέμμα, παρά το θελκτικό γυμνό κορμί της ήταν που έκανε να χυθεί σαν λάβα, πηχτός και καυτός ο πόθος στους λαγόνες του και σ’όλο το κορμί του.

H τεχνολογία των Πυλών ήταν γνωστή βέβαια αλλά όχι οι κωδικοί που θα είχαν πια προορισμό τη Νεκτάνεβα. Μάλιστα η επαφή αυτή, η πρώτη επαφή με το Φαιναϊκό Τάγμα, θα είχε και σαν αποτέλεσμα την σταδιακή ένωση του Εκστασιανού Δικτύου, με το ανάλογο της Νεκτάνεβα.
Η γνώση, τεχνολογική και επιστημονική, που θα αποκτούσε η αυτοκρατορία θα ήταν πια ανυπέρβλητη!

Του ήταν ήδη γνωστό, βεβαιότητα στην πραγματικότητα, πως η παρουσία εδώ της Φαινούς και οι σκοποί της θα ήταν ανάλογοι με τους δικούς του. Έτσι είχε φροντίσει ώστε όταν το σώμα της υλοποιήθηκε στην έξοδο από την πύλη να εισαχθεί μέσα του ένα μικροσκοπικό νανο-πληνθείο(chip), το οποίο σε λίγα μικροδευτερόλεπτα σάρωσε όλο τον οργανισμό της.
Δεν υπήρχε κάτι ύποπτο ή ανάλογο. Αλλά το νανο-πληνθείο θα μετέδιδε κάθε κίνηση της Φαινούς όσο θα βρισκόταν στην επιφάνεια της Νέας Εκστασιανής. Κάθε επαφή και επικοινωνία της.

Δεν άφηνε ποτέ τίποτα στην τύχη.

Καταραμένη να ήταν η μέρα που επέτρεψε στην πόρνη να πατήσει το πόδι της μέσα στο ίδιο του το παλάτι!
Τώρα πια, σακατεμένος πάσχιζε να βρει τρόπο διεξόδου, τρόπο να φύγει και να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά του.
Την εκδίκηση, την απόλυτη εκδίκηση για όσα είχαν κάνει οι επαναστάτες και περισσότερο από όλους εκείνοι, εκείνοι που τον πρόδωσαν.

Αλλά τότε είχε διασκεδάσει με την ιδέα μια Φαινώ, μια μάντισσα του Δικτύου που θα συνδεόταν με τις «Φωτεινές Χορδές του Σύμπαντος» να του έλεγε το καλύτερο για το μέλλον της Αυτοκρατορίας και το πιθανότερο μέλλον, ανάλογα με τις πράξεις του.
Δεν ήταν παρά μία ακόμα τυπική τελετή που ήδη είχε προεγκριθεί στο πρωτόκολλο της επίσκεψης.

Είχε γελάσει με το τραγούδι των Φαινών, «μορφ….αενώ...διαμόρφ…αενώ», με τη ανόητη θρησκεία της οποίας ο ίδιος ήταν Αυθιεράρχης, μια θρησκεία παρόμοια με τη Φαιναϊκή, που όμως του επέτρεπε την πρόσβαση σε μια τεχνολογία αφάνταστη για τον απλό λαό.

Την είχε άκουσε να του λεει πως αν εκείνος ήθελε να διατηρηθεί η χιλιετής αυτοκρατορία, να μην δεχόταν το στέμμα και να το άφηνε σε κάποιον από τους αδελφούς του.
Τα μυστήρια μάτια της τον είχαν κοιτάξει τότε, άφοβα και προκλητικά.
Είχε νιώσει ξανά καυτό πόθο για αυτό το εύθραυστο πλάσμα που φαινόταν να χαίρει μια εξουσίας αν όχι ανάλογης με τη δική του, τουλάχιστον συγκρίσιμης και υπολογίσιμης.
Γέλασε με το «αστείο» της για το στέμμα- αστείο μόνο επειδή επέλεξε να το δει έτσι εκείνη τη στιγμή - και τη ρώτησε για τη Μυθαστρία.

«Δεν είναι παρά ένας μύθος, ένας μύθος των άστρων» του είχε απαντήσει απλά, κοιτάζοντάς τον με αυτά τα λαμπερά κατάμαυρα μάτια, μάτια που μέσα στο λυκόφως φαίνονταν να μην έχουν κόρες και ίριδες, αλλά να καθρεφτίζουν μια άβυσσο.

Τράβηξε το βλέμμα του από τα μάτια της. Ήξερε πως του είχε πει ψέματα.

Εκείνη τη νύχτα έκανε δική του τη γυναίκα. Βίαια. Την στιγμή του αποκορυφώματος, όταν η Φαινώ ψιθύριζε το αληθινό του όνομα, -Μπάαλορ- κάρφωσε το μαχαίρι του στο στομάχι της. Ήταν πρωτόγνωρη η ηδονή, όταν ένιωσε τα νύχια της να μπήγονται στην πλάτη του καθώς εκείνη πέθαινε, και τα μαύρα μάτια της αναποδογύρισαν και, λευκά πια, έκλεισαν για πάντα.

Όσοι ήξεραν για τη μαντεία, όσοι ήξεραν για το δηλητήριο και το αντίδοτο εκτελέστηκαν. Όσοι υποψιάζονταν κάτι για το φόνο της Φαινούς χάθηκαν χωρίς ίχνη.

Δεν είχε ποτέ αφήσει τίποτα στην τύχη.

Ούτε και τους αδελφούς του που φρόντισε είτε να τους εξαφανίσει, είτε να τους δικάσει και εκτελέσει για μια φανταστική και απίστευτη προδοσία. Το βιασμό και φόνο της μεγάλης Φαινούς της Νεκτάνεβα!

Καμμία άλλη Φαινώ δεν ξαναήρθε ποτέ στη Νέα Εκστασιανή. Το δίκτυο της Νεκτάνεβα αποκόπηκε αμέσως από το Εκστασιανό και οι δύο Πύλες έκλεισαν.
Όσα δεδομένα είχαν σωθεί αναλύθηκαν επί χρόνια. Μικροπράγματα όπως ατομικοί τηλεμεταφορείς χειρός, κάποια αύξηση του βεληνεκούς στα τηλεμεταφορικά δίκτυα και άλλα τέτοια έγιναν κτήμα της αυτοκρατορίας. Κτήμα του ίδιου.

Αλλά ποτέ κάνενα στοιχείο δεν βρέθηκε ούτε για τη Μυθαστρία, ούτε βέβαια για προώθηση πέραν της ταχύτητας του φωτός.

Γνώριζε βέβαια πως η Νεκτάνεβα δεν θα είχε πιστέψει το παραμύθι της προδοσίας. Ο ίδιος όμως είχε πετύχει το σκοπό του. Ενθρονίστηκε και ορκίστηκε πως ποτέ δεν θα άφηνε την Αυτοκρατορία στα χέρια τέτοιων προδοτών που σκότωσαν μια επίσημη καλεσμένη για να πλήξουν έτσι το κύρος και την βαθειά πνευματικότητα πάνω στην οποία είχε θεμελιωθεί η αυτοκρατορία.

Έτσι έγινε παμψηφεί και Αυθιεράρχης.

Πού είχε γίνει το λάθος τότε; Οι κλώ;νοι είχαν την εμπειρία και τις μνήμες του, αλλά όχι όλες. Ο έλεγχος πάνω τους ήταν απόλυτος για τόσες δεκαετίες.
Για δύο μερόνυχτα, άυπνος, εξαντλημένος και τώρα τραυματισμένος, πληκτρολογούσε ατελείωτους κωδικούς στο Δίκτυο προσπαθώντας πρώτα να επικοινωνήσει με τον, αποδεκατισμένο πια, στόλο του, με τους Υφιεράρχες-στρατηγούς του, με κάποιον ισχυρό κόσμο, με το Τηλεμεταφορικό Δίκτυο.

Τίποτα.

Κλεισμένος μέσα στο Άδυτο, παγιδευμένος, δεν μπορούσε ούτε να βγει, ούτε κάποιος να μπει, όσο λειτουργούσαν οι ασπίδες γύρω του. Το παλάτι από πάνω του, η αυτοκρατορική κατοικία-πόλη, είχε επίσης γκρεμιστεί. Όση ενέργεια υπήρχε πια, την έχει θέσει γύρω από το Άδυτο.

Αλλά τώρα, όλα είχαν σωπάσει. Οι οθόνες έχουν σβήσει και το σύριγμα που ακούγεται ολόγυρα δυναμώνει με κάθε λεπτό που περνά. Το μόνο φως που βλέπει πια είναι το κόκκινο του ατομικού τηλεμεταφορέα που φορά στο αχρηστεμένο του χέρι.
Αλλά δεν υπάρχει Σύνδεσμος για πουθενά. Πουθενά πάνω στη Νέα Εκστασιανή. Πουθενά στους τροχιακούς σταθμούς ή στο στόλο του.

Νιώθει το πρόσωπό του να συσπάται σε μια άγρια γκριμάτσα. Με κόπο και μουγκρίζοντας από τον πόνο ακουμπά το δεξί του χέρι πάνω στο γραφείο, και με μια γρήγορη κίνηση διασταυρώνει τα νύχια των αντιχείρων του. Αν αυτό είναι το τέλος, τότε αυτός θα είναι που θα το δώσει. Αυτός μόνο!

Το σύριγμα του θυμίζει τα ουρλιαχτά όσων βασάνισε. Δύναμη... Ισχύς... Εξουσία… δική του!
Νιώθει τα πόδια του να λυγίζουν αλλά παραμένει όρθιος. Συνεχίζει να πληκτρολογεί συνδυασμούς στον τηλεμεταφορέα του.
Αλλά είναι παράξενο. Το σύριγμα σαν να του τρυπά το στήθος, και να αναδεύει από μέσα κάτι. Άγνωστο, αλλόκοτο, που δεν του αρέσει.

Νιώθει ναυτία και τα μάτια του θολώνουν. Πρέπει να αποστασιοποιηθεί. Έχει την στρατιωτική πειθαρχία εκατόν πενήντα χρόνων. Βγάζει το αγαπημένο του μαχαίρι και χτυπά με αυτό το γραφείο απανωτά, προσπαθώντας έτσι να ξεκολλήσει, να πετσοκόψει αυτό το συναίσθημα.

Ξαφνικά το κόκκινο φωτάκι, γίνεται πράσινο. Τηλεμεταφορικός σύνδεσμος!!

Προσπαθεί να θυμηθεί τις περίπλοκες λέξεις που θα ενεργοποιήσουν το αντίδοτο. Λέξεις που και να ήθελε δεν θα μπορούσε να ανακαλέσει αν οι λετουργίες του εγκεφάλου του δεν το επέτρεπαν, αν δεν βρισκόταν δηλαδή σε θανάσιμο κίνδυνο από το δηλητήριο.

Αλλά το σύριγμα, το συναίσθημα, δεν τον αφήνει. Διογκώνεται. Αποκτά φωνή και η φωνή γίνεται μορφές. Εκατομμύρια μορφές και μία μοναδική μορφή που τον πλησιάζει.
Η γυναίκα φορά ένα μακρύ λευκοδιάφανο φόρεμα. Λερωμένο από αίμα. Ένα μαχαίρι προεξέχει από το στομάχι της. Λευκοδιάφανο.….

...διάφανο… μορφή… φωνή… μορφ… αενώ… δια…. μορφ… αενώ… φα… ενώ… φα… ενώ… Φαι...νώ…
                            ...Φόβος!


Σωριάζεται στο πάτωμα. Το στόμα του αφρίζει. Ουρλιάζει καθώς ο φλογισμένος νους του προσπαθεί να θυμηθεί τις λέξεις αλλά μόνο μπερδεμένες, φθαρμένες συλλαβές ανασύρονται απ’τη μνήμη του.

Η γυναίκα στέκεται από πάνω του. Χαμογελά.

Είναι δυνατόν ο νους του, η ύπαρξή του η ίδια να είναι ένα σάπιο πρόγραμμα;

Επικαλείται τη δύναμη, την εμπειρία της ζωής του, την ατσάλινη πειθαρχία 150 χρόνων, την επιβεβαίωση της ίδιας του της ταυτότητας.

Είναι ο Διαστροκράτωρ Αυθιεράρχης Θαιϊανός ο 7ος! Ξέρει την Αυτοκρατορία του!
Μια αυτοκρατορία που εκτείνεται σε διακόσια εκατομμύρια κυβικά έτη φωτός, απ’την Ωρόρα-Εικόνικα και τον Ρουβίκωνα, ως…

...ένα ερειπωμένο δωμάτιο στα έγκατα ενός κατεστραμμένου παλατιού, σε μια βομβαρδισμένη πόλη ενός αποδεκατισμένου πλανήτη.

Εκατοντάδες φορές είχε σταθεί ο ίδιος, πάνω σε ανάλογα ερείπια κάποιου κατακτημένου κόσμου.
Από πάνω. Όχι θαμμένος.

Είναι άραγε αυτό το τέλος; αναρωτιέται για πρώτη φορά κάποια κρυφή γωνιά του νου του, ενώ προσπαθεί να ανασύρει ξανά και ξανά την ακολουθία του αντίδοτου. Είναι το τέλος;

Η γυναίκα χαμογελά και η φωνή της, οι φωνές των μορφών, αντηχεί, ξεσκίζοντας το νου του.

‘Ναι, Μπάαλορ, είναι το τέλος!’


Την ακούει καθαρά. Ακούει τις φωνές, τη φωνή, τις κραυγές όσων σκότωσε, μέσα σ’αυτές και τις κραυγές των παιδιών του, όλων των παιδιών που δεν έζησαν, των δεκαπέντε εκατομμυρίων κατοίκων της Ουρμπάνα Εξ Τέμπλις, τις κραυγές από τις ζωές που με χαρά και πάθος ρούφηξε στα χρόνια της βασιλείας του ως την τελευταία στιγμή.

«Τι μου έκανες, σκύλα. Σκύλα, πουτάνα σκουληκιασμένη. Ποια είσαι; Ποιος σε έστειλε εδώ; Σε έστειλε η Μυθαστρία; Είσαι πράκτοράς της;» ρωτά μέσα στο νου του, καθώς σφαδάζει και νιώθει σάλια να τρέχουν από την άκρη του στόματός του, ενώ προσπαθεί να ουρλιάξει τις σκέψεις του στη γυναίκα που τον κοιτά ακόμα χαμογελαστή και ατάραχη με τα μαύρα παράξενα μάτια της καρφωμένα στα δικά του.

«Με έστειλε η Μυθαστρία; Πράκτοράς της;»

Η φωνή της, οι φωνές, είναι ειρωνική και η ειρωνεία του τρυπά το νου ακόμα περισσότερο.

«Δεν με έστειλε η Μυθαστρία, Μπάαλορ. *Είμαι-είμαστε* η Μυθαστρία. Είμαι η τάξη, η αλλαγή, η ζωή, είμαι η εντροπία και το χάος ενάντια στην εντροπία και το χάος που έσπειρες. Είμαι ο καταλύτης της δικαιοσύνης, η διαμόρφωση, η αέναη ανανέωση, εντροπία και ενθαλπία μαζί – θυμάσαι το τραγούδι μου, Αρχιεράρχη; - και θα σου επιστρέψω αυτό που το σύμπαν σου οφείλει.»


Απαλά, χωρίς κόπο βγάζει το μαχαίρι από το στομάχι της. Τα νύχια της μακριά και κόκκινα σαν βαμμένα με το αίμα της.

Γιατί το βλέμμα του επικεντρώνεται στα νύχια της άραγε; Δεν φοβάται το μαχαίρι, το μαχαίρι του. Μέσα στα κατάβαθα του είναι του ξέρει πως αν η γυναίκα ήθελε να τον σκοτώσει θα το είχε κάνει ήδη. Ξέρει πως ίσως αυτό που βλέπει να είναι μια παραίσθηση που προκαλεί το δηλητήριο. Πόσοι και πόσοι βλέπουν οράματα, θεούς ή και δαίμονες, όταν έρχεται η στιγμή να πεθάνουν;

Ήρθε η στιγμή να πεθάνει; Να πεθάνει νικημένος;

Όχι, όχι αυτό δεν μπορεί να το δεχτεί. Δεν υπάρχει τίποτα και κανείς πιο ισχυρός από Αυτόν. Αν είναι να πεθάνει θα γίνει με το δικό του χέρι, με δική του απόφαση. Αλλά αν η σκύλα τον σκοτώσει, αν έχει ήδη ηττηθεί τότε… τότε δεν είναι αυτός ο Θαιϊανός ο 7ος! Ποιος μπορεί να είναι όμως;

Θυμάται...κάποιους άλλους εαυτούς, κομμάτια δικά του, πλευρές του...

Ναι, δεν είναι αυτός που ηττήθηκε ο Θαιιανός! Ο Θαιιανός, ο αληθινός Διαστροκράτορας δεν νικιέται. Είναι μόνο ένας από τους κλώνους του. Μια πλευρά του κατώτερη από τον αληθινό. Μερικούς τους είχε σκοτώσει ο ίδιος. Ήταν προδότες. Έπρεπε να πεθάνουν για την Αυτοκρατορία. Ο Θαιιανός είναι ζωντανός κάπου στο γαλαξία και θα νικήσει τους εχθρούς του, τη σκύλα που τώρα τον κοιτά από πάνω του.

«Δε με νίκησες, βρόμα! Ο Θαιιανός δεν νικιέται! Ένας κλώνος είναι αυτός που πεθαίνει σήμερα. Ένα μικρό κομμάτι του Αυτοκράτορα!»

Φωνάζει με όλους τους πόρους του σώματός του. Ξέρει πως η γυναίκα τον ακούει.

«Όχι, Μπάαλορ. Οι κλώνοι σου είναι νεκροί. Τους σκότωσες έναν-έναν ή σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Αυτοί ήταν οι προδότες Μπάαλορ. Εσύ, ο εαυτός σου. Ήξερες πως ήταν επικίνδυνο να δημιουργήσεις επτά αντίγραφα του εαυτού σου. Αλλά δεν κατάλαβες γιατί.
Είσαι παρανοϊκός Μπάαλορ. Και η παράνοια αυτή μεταφέρθηκε και στους κλώνους σου και κάποτε εκδηλώθηκε. Και αυτοί προτίμησαν να πιστέψουν πως ήσαν οι αρχικοί και οι υπόλοιποι ήταν οι κλώνοι-προδότες. Το προτίμησαν, γιατί θα το προτιμούσες και συ στη θέση τους και θα είχες θελήσει να αποτινάξεις κάθε άλλη επιρροή από πάνω σου.
Αλλά εσύ δεν είσαι κλώνος. Είσαι ο αρχικός, ο αληθινός, ο μόνος Διαστροκράτορας που είχε τη γνώση, τον κωδικό του αντίδοτου, τη μνήμη της επαφής με τη Φαινώ πριν από 120 χρόνια.
»

Η Φαινώ σταματά να μιλά για λίγο και παραμένει σκεφτική σαν να αναπολεί κάτι. Τον κοιτά και χαμογελά με τα κόκκινα χείλη της. Γι'αυτόν όμως, το χαμόγελο 
και τα μαύρα, αβυσσαλέα μάτια της δεν είναι διαφορετικά από τη φρικαλέα γκριμάτσα ενός τέρατος βγαλμένου κατ'ευθείαν από μια κόλαση που ο ίδιος δεν φανταζόταν ποτέ πως μπορούσε να υπάρχει γι'αυτόν. Μια κόλαση της οποίας την πύλη περνούσε αυτή τη στιγμή.

«Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα; Μαζί μου; Αυτή τη μνήμη, αυτή την εμπειρία δεν την μοιράστηκες με κανέναν άλλο ποτέ. Γιατί φοβόσουν, Μπάαλορ. Φοβόσουν όχι τα αντίποινα για το φόνο της Φαινούς της Νεκτάνεβα, αλλά εμένα την ίδια. Φοβόσουν αυτό που είδες στα μάτια μου. Τη Μυθαστρία ως εντροπία. Γιατί για σένα αυτή είναι η Μυθαστρία, Μπάαλορ. Το τέλος της εξουσίας σου. Το όριό σου.»

Το φωτάκι του τηλεμεταφορέα συνεχίζει να είναι πράσινο.

Ο Μπάαλορ σφαδάζει. Κάθε μόριο του σώματος του έχει πάρει φωτιά από την προσπάθεια να σηκώσει το χέρι του, να πατήσει το πλήκτρο. Αλλά δεν μπορεί. Ο πόνος που κατακλύζει το σώμα του τώρα δεν προέρχεται μόνο από το δηλητήριο που χύνεται στις φλέβες του πλησιάζοντας τον εγκέφαλό του, αλλά και από το δηλητήριο, την επίγνωση της αλήθειας που είναι σαν δηλητήριο και βγαίνει από το στόμα της Φαινούς.

Μέσα στον κυκεώνα, στο στρόβιλο που τον καταπίνει πια, θυμάται…και καταλαβαίνει!

Τα νύχια της σκύλας στην πλάτη του πριν από εκατόν είκοσι χρόνια κατέστρεψαν τη μνήμη της ακολουθίας των λέξεων που θα ενεργοποιούσαν το αντίδοτο!

Αλλά όχι μόνο αυτό.

Η ίδια η Φαινώ, η σκύλα-αράχνη είχε ανοδιοφορτώσει και τον εαυτό της, τη μνήμη της, την καταραμένη Μυθαστρία μέσα του, όλα αυτά τα χρόνια!

Ήταν λοιπόν... πιόνι της;

Πιόνι...;

Ήταν οι εντολές που έδινε στους κλώνους - οι οποίοι πίστευαν πως ήταν η δική τους στρατιωτική μεγαλοφυία που τις διαμόρφωνε, και όχι υποβολιμαίες από κάπου αλλού – τόσο ψεύτικες, τόσο όχι-δικές του;

Όπως ήταν οι κλώνοι του, τα παιδιά του, οι υπήκοοι του δικά του πιόνια, έτσι κι αυτός ήταν τόσα χρόνια πιόνι της Μυθαστρίας στο πρόσωπο της γαμημένης, καταραμένης μάντισσας;

Η Φαινώ σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπό του. Τα μάτια της μαύρα, κατάμαυρα χωρίς κόρες και ίριδες, περικλείουν μέσα τους το σύμπαν ολόκληρο.

Η Αυτοκρατορία του είναι ένα μικροσκοπικό φωτεινό σημαδάκι μέσα τους. Ο ίδιος κάτι λιγότερο και από σκόνη.

«Γιατί δεν προσπάθησες να με σκοτώσεις τότε;» κραυγάζει προσπαθώντας να κοιτάξει μακριά από αυτά τα μάτια. «Γιατί άφησες να περάσουν τόσα χρόνια, και ήρθες τώρα;»

Η Φαινώ γελά.

«Πιόνι, πράγματι. Τέλειο πιόνι που το ίδιο δημιούργησε την αρχή και το τέλος του. Είναι απλό, Θαιιανέ, 7ε Διαστροκράτορα-Αυθιεράρχη της Αγίας Κραταιός Αυτοκρατορίας της Νέας Εκστασιανής.
Ο δικός σου θάνατος δεν είχε νόημα γιατί, όσο και να θεωρούσες τον εαυτό σου ημίθεο, ήσουν μόνο ένας άντρας. Θα είχες αντικατασταθεί από κάποιον άλλο, τον Θαιιανό 8ο ή 9ο ή 10ο ο οποίος θα συνέχιζε την καρκινική επέκταση της αυτοκρατορίας αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη δύναμη.
Οπότε σε αφήσαμε Μπάαλορ. Σε αφήσαμε να γίνεις εσύ ο ίδιος ο δήμιος της Αυτοκρατορίας, σκοτώνοντας τα παιδιά σου, δημιουργώντας κλώνους με τα δικά σου χαρακτηριστικά, όπως κάνει ένα καρκίνωμα, που στο τέλος κατάπιε και σένα μαζί εξαντλώντας την ισχύ της αυτοκρατορίας. Όπως είχε πει ο χρησμός τότε…
»

Βλέπει τα νύχια της να στάζουν αίμα καθώς η Φαινώ σηκώνει το χέρι της που κρατά το μαχαίρι, το δικό του μαχαίρι και περιμένει ένα χτύπημα που δεν έρχεται.
Περνά το ματωμένο μαχαίρι πάνω από το πράσινο φωτάκι στον τηλεμεταφορέα του χεριού του.

Το φωτάκι γίνεται ξανά κόκκινο.

«Τέλος, Μπάαλορ.»

Ο ρόγχος που βγαίνει από το στόμα του δεν ανήκει πια σε άνθρωπο.

Το Άδυτο συγκλονίζεται και γκρεμίζεται ολόγυρά του.

Ο κόσμος των ματιών του κοκκινίζει, η μορφή της Φαινούς ξεθωριάζει, ενώ το Σύμπαν μέσα στον εγκέφαλό του, μέσα στο νου του Διαστροκράτορα Αυθιεράρχη Θαιιανού του 7ου γίνεται μαύρο.

* * * * * * *