ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΟΥΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΟΥ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Star Trek fan fiction. Μέρος 1.

Copyright: Paramount Pictures για οτιδήποτε σχετικό με το Star Trek.
Copyright: Διονύσης Τζαβάρας (Dain) 2007 για το κείμενο της ιστορίας. H ιστορία είχε ανέβει παλαιότερα στο sff.gr. To δεύτερο μέρος θα αναρτηθεί εδώ σύντομα.




Η Ντεάνα παρακολουθούσε κρυμμένη πίσω από το θάμνο. Δίπλα της ο Βουλκάνιος σημαιοφόρος Σόλικ, σιωπηλός και ανέκφραστος παρατηρούσε μαζί της την τελετουργία που λάβαινε χώρα στο ξέφωτο, κάτω από το ύψωμα από όπου οι δύο αξιωματικοί, καλυμμένοι από το σκοτάδι και την πυκνή βλάστηση, μπορούσαν να βλέπουν πανοραμικά τα τεκταινόμενα.

Οι δυο δορυφόροι του πλανήτη Εολάρα-4 ήταν γεμάτοι και μεσουρανούσαν, με τη λάμψη τους να φωτίζει τον μισοσκουριασμένο μεταλλικό σκελετό μπροστά από τον οποίο οι "ιθαγενείς" του πλανήτη είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά. Το σεληνιακό φως και οι φλόγες έκαναν το χιόνι που δεν είχε λιώσει ακόμα να λαμποκοπά απόκοσμα πάνω στα μέταλλα και το έδαφος.

Τύμπανα και πνευστά όργανα ενώνονταν με τους έντονους ήχους των εντόμων που φαίνεται να ήταν η κύρια μορφή ζωής του πλανήτη - σκέφτηκε η Ντεάνα - πριν την άφιξη των αποίκων. Ολόγυρα, μικρότεροι όγκοι μετάλλων από βυτεία και άλλα μηχανήματα, δημιουργούσαν ένα χώρο μυστήριο, σχεδόν ιερατικό, παρά την εμφανή εγκατάλειψη και τη για αιώνες συνεχή έκθεση στα στοιχεία της φύσης.

Πριν πολλές εκατοντάδες χρόνια, όταν ο πλανήτης Μπέταζεντ, από όπου καταγόταν η μαυρομάλλα "εμπαθική" Σύμβουλος Ντεάνα Τρόι, είχε αποκτήσει διαστρική τεχνολογία και ήρθε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, μια ξενόφοβη ομάδα τηλεπαθητικών Μπεταζοειδών έφυγε από τον Μπέταζεντ και χάθηκε στο διάστημα.
Πριν ένα μόλις μήνα, ένα μικρό μη επανδρωμένο ερευνητικό σκάφος της Ομοσπονδίας, ανακάλυψε τον πλανήτη και τη χαμένη αποικία του Μπέταζεντ.
Ο γαλαξίας ήταν διάσπαρτος από τέτοιες αποικίες πολλών κόσμων, όπως και της Γης, και έτσι η ανακάλυψη δεν ήταν κάποιο κοσμοιστορικό γεγονός για την Ομοσπονδία.
Όμως σύντομα δημοσιοποιήθηκε η αναφορά για την επανεύρεση της χαμένης αποικίας, και όπως ήταν φυσικό, κάποιο πλοίο θα αναλάμβανε την αποστολή μιας πιο στενής επαφής, και πιο λεπτομερούς αναφοράς, με τον πλανήτη αυτό.
Φυσιολογικά, οποιοδήποτε Ομοσπονδιακό διαστημόπλοιο θα ήταν απόλυτα ικανό να φέρει αυτή την αποστολή ρουτίνας σε πέρας. Όμως κατά μεγάλη σύμπτωση, η ναυαρχίδα του στόλου, το διαστημόπλοιο U.S.S. Εντερπράιζ-D, βρισκόταν σχετικά κοντά στο σύστημα της Εολάρα-4 και - όχι και τόσο μεγάλη σύμπτωση - στο πλοίο βρισκόταν και η πρέσβειρα του Μπέταζεντ, Λουαξάνα Τρόι, μητέρα της Σύμβουλου Τρόι.
Οι συχνές και εντελώς απρόσμενες αυτές επισκέψεις της πληθωρικής και ακατάσχετης Λουαξάνα Τρόι, τρομοκρατούσαν ακόμα και τον έμπειρο και γενναίο Κάπτεν Πικάρντ, που έψαχνε τρόπους να ξεφύγει από τη "σφαίρα επιροής" της Λουαξάνα, κυρίως γιατί οι επισκέψεις της είχαν δύο στόχους: Ή να βρει κάποιον γαμπρό για τον εαυτό της, ή κάποιον για την κόρη της, Ντεάνα. Η πρέσβειρα δεν θεωρούσε πως η ζωή σε ένα διαστημόπλοιο ήταν σωστή για την κόρη της "Κόρης του Πέμπτου Οίκου, Κράτορος του Όσιου Κάλυκα του Ριξξ, Κληρονόμου των Ιερών Δακτυλίων του Μπέταζεντ!"
Η Ντεάνα, αν και είχε Γήινο πατέρα, ήταν αριστοκράτις του Μπέταζεντ - και η μητέρα της ακόμα περισσότερο - οπότε η Κυρία Τρόι χρησιμοποιύσε την, καθόλου ευκαταφρόνητη, επιροή της με κάθε ευκαιρία, για να φέρει τη Ντεάνα στον "ίσιο δρόμο". Και φυσικά ποιος άλλος από την ίδια ήξερε ποιος είναι ο ίσιος δρόμος για κείνη, για την κόρη της, και για την Ομοσπονδία ολόκληρη;
Έτσι ο Κάπτεν Πικάρντ άδραξε την ευκαιρία να βρει μια απασχόληση για την πρέσβειρα και δέχτηκε να αναλάβει το Εντερπράιζ την αποστολή στην Εολάρα-4.
Η Ντεάνα πάλι, ζήτησε "εθελοντικά" να πάει η ίδια στον πλανήτη, για την πρώτη επιτόπια έρευνα. Ο καπετάνιος "κατάλαβε" και δέχτηκε, αρκεί φυσικά να τη συνόδευε άλλος ένας αξιωματικός, όπως ο σημαιοφόρος Σόλικ που είχε ειδίκευση στην γαλαξιακή κοινωνιολογία και "πολιτισμική οντολογία".
Η Λουαξάνα δεν ενθουσιάστηκε καθόλου με την ιδέα να πάει η κόρη της ανάμεσα σ'αυτούς τους "υπέροχα ρουστίκ", αλλά άγριους και απολίτιστους απογόνους του Μπέταζεντ και το είπε στον καπετάνιο ξεκάθαρα και αγέροχα! Εκείνος όμως της έριξε τη "ματιά", η κυρία Τρόι "κατάλαβε", και μη μπορώντας να κάνει τίποτα ασχολήθηκε με τη συγγραφή μιας ιστορικής μελέτης για την ομάδα που έφυγε από τον Μπέταζεντ και αποίκησε την Εολάρα-4.

Αυτό το στάδιο της αποστολής ήταν απλό. Δεν θα υπήρχε άμεση επαφή με τους Εολαρανούς, αλλά η Ντεάνα και ο Σόλικ θα παρακολουθούσαν μια τελετή "ενηλικίωσης" που θα λάβαινε χώρα στην τοποθεσία που είχε προσεδαφιστεί το πλοίο που είχε μεταφέρει τους Μπεταζοειδείς, όταν πρωτοήλθαν στον πλανήτη.

Ορισμένα πράγματα για την κοινωνία αυτή ήταν ήδη γνωστά από τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει το σκάφος που ανακάλυψε την αποικία.
Ο πλανήτης δεν ήταν πυκνοκατοικημένος και τα περισσότερα χωριά βρίσκονταν σε σχετικά κοντινή απόσταση από το εγκαταλελειμένο διαστημόπλοιο, μοιρασμένα μάλλον σφαιρικά, σε μια κοιλάδα που περιτριγυριζόταν από χαμηλά βουνά και λόφους. Ήταν αρκετά ειρηνικοί, εκτός από μερικές τοπικές αψιμαχίες χωρίς σημασία, αντιπαθούσαν την τεχνολογία, αλλά είχαν αναπτύξει ένα πολιτισμό με έντονο τοπικό χρώμα, που είχε φυσικά πολλά κοινά με τον αρχαίο Μπέταζεντ. Όντας τηλεπαθητικοί, ο ψυχισμός των κατοίκων, τα κίνητρα για τις πράξεις τους, και η κοινωνία τους ολόκληρη, θα φάνταζε ίσως πολύ εξωτική και αλλόκοτη σε άλλες φυλές.

Δεν ήταν γνωστό ακόμα αν η απομόνωση είχε εντείνει ή αμβλύνει την ξενοφοβία των προγόνων τους. Τα μιμητικά συμπλέγματα που είχαν αναπτυχθεί αλώβητα επί αιώνες - δηλαδή το σύνολο από σκέψεις, συναισθήματα, παραδοχές και παραδόσεις που συνέθεταν την εικόνα της " παραδεδεγμένης πραγματικότητας" για κάθε άτομο ή κοινωνία - θα μπορούσαν να τους είχαν οδηγήσει είτε στον ένα, είτε στον άλλο δρόμο.
Ο σκοπός της αποστολής αυτής ήταν να οριστεί μια προκαταρκτική "γνώμη" από τη Μπεταζοειδή σύμβουλο και το Βουλκάνιο σημαιοφόρο, ώστε να αποφασιστεί το επόμενο βήμα.
Η ευρύτατη εμπάθεια της Τρόι - που ένιωθε τα συναισθήματα σχεδόν κάθε όντος - και η οξύτατη λογική και παρατηρητικότητα του Βουλκάνιου αρκούσαν για να συλλεχθούν τα απαραίτητα στοιχεία. Και μια τελετή ενηλικίωσης, που ήταν ένας πολύ σημαντικός θεσμός για πολλές κοινωνίες, έδινε συχνά ένα χαρακτηριστικότατο "στίγμα" για την κοινωνία αυτή.

Τα τύμπανα και τα φλάουτα σταμάτησαν ξαφνικά. Κάποιος, μάλλον ο αρχηγός του χωριού, φώναξε κάτι αλλά η Ντεάνα δεν μπόρεσε να ακούσει τι είπε. Δεν χρειαζόταν κιόλας. Οι πράξεις ήταν κατανοητές από μόνες τους. Από τον κύκλο αντρών που είχαν καθήσει γύρω από τη φωτιά - η τελετουργία ήταν μόνο για άντρες απόψε - ένας νεαρός όχι πάνω από δεκαέξι χρόνων σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον αρχηγό, ο οποίος στεκόταν μπροστά από μια ανοιχτή τρύπα, πόρτα ίσως, που έχασκε στο σκελετό του πλοίου.
Το αγόρι φορούσε μόνο ένα ύφασμα γύρω από τη μέση, τα μαύρα μαλλιά του ήταν μακριά και ξέπλεκα. Έτρεμε ελαφρά. Η Ντεάνα δεν μπορούσε να πει αν ήταν από αγωνία, από το τσουχτερό κρύο της νύχτας ή και από τα δύο.
Δύο μεγαλύτεροι άντρες σηκώθηκαν και μετέφεραν μια μεταλλική λεκάνη γεμάτη παγωμένο νερό. Το αγόρι έλυσε με μια κίνηση το ύφασμα, μένοντας ολόγυμνο μέσα στο κρύο. Όπως σε πολλούς Μπεταζοειδείς, εκτός από το κεφάλι δεν υπήρχε πουθενά αλλού τριχοφυία στο σώμα του, πάνω στο οποίο είχαν ζωγραφιστεί συμβολικά σχέδια.
Ο αρχηγός είπε μερικά λόγια σιγανά, και έδειξε στο αγόρι τη λεκάνη.
Μικρά κομμάτια πάγου έλαμπαν μέσα στο νερό.
Οι άντρες ξεκίνησαν να τραγουδούν ένα αργό, τελετουργικό τραγούδι με επαναλαμβανόμες λέξεις. Χωρίς δισταγμό το αγόρι μπήκε στη λεκάνη και κάθησε, χωρίς να βγάλει άχνα. Η Ντεάνα ανατρίχιασε νιώθωντας παγωμένη και έτριψε τους ώμους της, αν και ήξερε πως η στολή του Αστροστόλου που φορούσε ήταν φτιαγμένη για να προσαρμόζει τη θερμοκρασία σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Η ανατριχίλα ήταν ψυχοσωματική, όχι σωματική.

Κοίταξε το Σόλικ δίπλα της. Παρακολουθούσε ανέκφραστος, σαν τυπικός Βουλκάνιος, χωρίς ηθικές κρίσεις, χωρίς συναισθηματική συμμετοχή, χωρίς ταύτιση ή…εμπάθεια!
Εκτιμούσε τους Βουλκάνιους. Πάντα ένιωθε πως είχαν πολλά κοινά με τους Μπεταζοειδείς, παρά τις μεγάλες φαινομενικές διαφορές τους. Οι Βουλκάνιοι έδειχναν ψυχροί και…αποστειρωμένοι, αποστεωμένοι συναισθηματικά και χωρίς φαντασία. Όμως είχαν ένα βαθύτατο ανθρωπισμό -ή μήπως θα ήταν σωστότερο να πει κανείς "ελλογοοντισμό" - και η φαινομενική ψυχρότητά τους ήταν αποτέλεσμα χρόνων μελέτης και καταπίεσης του πάθους με σκοπό να βγει στην επιφάνεια μια εσωτερική ισορροπία και πειθαρχία τέτοιας εκλέπτυνσης, που κανείς άλλος γαλαξιακός πολιτισμός δεν είχε φτάσει.
Οι Μπεταζοειδείς πάλι, αναζητούσαν την ίδια κατάσταση συνείδησης, αλλά από άλλο δρόμο. Με την εξευρεύνηση και κατανόηση των συναισθημάτων που βίωναν, τόσο των δικών τους όσο και των άλλων, είχαν τη δυνατότητα να φτάσουν σε μια εσωτερική αντίληψη, αρκετά "φωτισμένη", μια ευρύτητα πνεύματος και συνείδησης που στην ιδανική της μορφή ήταν σχεδόν ίδια με των Βουλκάνιων.
Έπρεπε όμως να παραδεχτεί πως μερικές φορές ένιωθε χαμένη μέσα σε ένα κυκεώνα αισθήσεων, εικόνων και συγκινήσεων, ενώ οι Βουλκάνιοι, όπως ο Σόλικ τώρα, έδειχναν πάντα να κυριαρχούν στο περιβάλλον, να έχουν πάντα τον έλεγχο κάθε κατάστασης, ανεξάρτητα από τις συνθήκες.

"Συμβαίνει κάτι, Σύμβουλε;" ρώτησε ο Σόλικ ξαφνικά κοιτώντας την. Έπρεπε να το είχε φανταστεί και να έκρυβε καλύτερα τις σκέψεις της. Οι Βουλκάνιοι ήταν ελαφρά τηλεπαθητικοί και οι ίδιοι. Το βλέμα του νεαρού σημαιοφόρου ήταν ουδέτερο. Όλα επάνω του ήταν ουδέτερα και "χρηστικά". Τα μαύρα ίσια μαλιά του, τα μακρουλά αυτιά που κατέληγαν σε γωνίες, τα ελαφρώς σκιστά μάτια του. Ακόμα και η στολή του δεν είχε επάνω της το παραμικρό αγκαθάκι από την πορεία που έκαναν μέσα από το πυκνό δάσος για να φτάσουν στο ύψωμα που βρίσκονταν. Η δική της ήταν γεμάτη σκόνες. Πώς τα κατάφερνε ο Σόλικ;

Τα κατάμαυρα μάτια της, χαρακτηριστικά της φυλής της, της έδιναν τη δυνατότητα να βλέπει λεπτομέρειες στο σκοτάδι που οι Γήινοι δεν μπορούσαν να δουν. Αναρωτήθηκε αν τα "Βουλκάνια αυτιά" μπορούσαν να ακούσουν καλύτερα! Ένα μικρό γέλιο ξέφυγε απ'τα χείλη της πριν προλάβει να το πνίξει. Ντράπηκε με την τόσο "στερεότυπη" σκέψη της που δεν ταίριαζε σε μια αξιωματικό του Αστροστόλου.
"Σύμβουλε;" ρώτησε πάλι ο Σόλικ.
"Όχι. Τίποτα. Τίποτα απολύτως, σημαιοφόρε. Το μυαλό μου ταξιδεύει. Αυτό είναι όλο." είπε.
Ο Σόλικ ανασήκωσε το ένα του φρύδι και στράφηκε πάλι προς το ξέφωτο όπου γινόταν η τελετουργία.
Η Ντεάνα αναρωτήθηκε αν ένα απηρχαιωμένο στερεότυπο αστείο ήταν πραγματικά κακόγουστο και αιτία να προσβληθεί κάποιος, αν αυτός που το λέει δεν έχει την πρόθεση να προσβάλλει κανέναν. Θα έπρεπε να το σκεφτεί αυτό μια άλλη στιγμή. Ο Σόλικ σίγουρα δεν είχε προσβληθεί. Η "προσβολή" ήταν σημάδι έλλειψης αυτογνωσίας με αποτέλεσμα την ανασφάλεια, θα έλεγε κατά πάσα πιθανότητα. Και η ανασφάλεια είναι άλλο ένα άχρηστο και επικίνδυνο συναίσθημα.
Ωστόσο, η εμπειρία της σαν ψυχολόγος και σύμβουλος ενός διαστημόπλοιου με πάνω από χίλια μέλη στο πλήρωμα που έρχονταν από δεκάδες φυλές, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη στα 3 χρόνια που υπηρετούσε στο Enterpise. Ο Σόλικ τη συμπαθούσε, και της το είχε δείξει με ένα καθαρά Βουλκάνιο τρόπο. Πιθανότατα να μην είχε καταλάβει και ο ίδιος πως είχε "προδωθεί" και φυσικά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ.
Όμως αυτή τη στιγμή δεν ήταν η Σύμβουλος του πλοίου, αλλά η Σμηναγός του Αστροστόλου, Ντεάνα Τρόι!

Στράφηκε ξανά προς το ξέφωτο.

Το τραγούδι των αντρών γινόταν σταδιακά πιο δυνατό και πιο πολεμοχαρές, ή έστω πιο "αρρενωπό". Ο αρχηγός πλησίασε στη λεκάνη όπου επί τρία ή τέσσερα λεπτά καθόταν το αγόρι που δεν είχε βγάλει άχνα ως τώρα, κι ας τουρτούριζε σίγουρα απ'το κρύο, παρά τη φωτιά που έκαιγε λίγο πιο πέρα. Του έδωσε ένα μικρό σκοινί και έδειξε προς τα βυθισμένα στο νερό μέρη του κορμιού του. Το αγόρι πήρε ευλαβικά το σκοινί και φάνηκε να το δένει…που; Στα γεννητικά του όργανα; αναρωτήθηκε η Ντεάνα. Τι θα συνέβαινε μετά; Γύρισε προς το Σόλικ. Ο Βουλκάνιος απλά παρακολουθούσε.
Το τραγούδι έφτανε σε ένα αποκορύφωμα. Το αγόρι σηκώθηκε από τη λεκάνη. Είχε όντως δέσει το σκοινί εκεί που είχε σκεφτεί η Ντεάνα. Ο αρχηγός έβγαλε ξαφνικά από μια τσέπη ένα κοφτερό μαχαίρι.

Η Ντεάνα τρόμαξε. Έπνιξε μια κραυγή ενώ το χέρι της πήγε αυτόματα στο φέιζερ που ήταν στερεωμένο στη στολή της. Μήπως είχε γίνει κάποιο τρομερό λάθος και δεν ήταν τελετουργία μύησης, αλλά κάποιας φρικτής και απάνθρωπης τιμωρίας; Ήξερε πως η Πρωταρχική Εντολή απαγόρευε κάθε είδους παρέμβαση σε άλλους πολιτισμούς, ειδικά όσους βρίσκονταν σε λιγότερο ανεπτυγμένες πολιτιστικές βαθμίδες, αλλά πώς μπορούσε να μείνει άπρακτη μπροστά σε ένα φρικαλέο ακρωτηριασμό;
"Σόλικ;" ψιθύρισε.
Ο Βουλκάνιος έκανε μια κίνηση με το χέρι του σαν να σταμάταγε τη δική της κίνηση να τραβήξει το φέιζερ. Ανασήκωσε πάλι το φρύδι του, και έτεινε το δάχτυλό του προς τη σκηνή.

Ο αρχηγός σήκωσε το μαχαίρι, και η Ντεάνα ένιωσε πως είτε θα λιποθυμούσε, είτε θα πυροβολούσε αν συνέχιζε να κοιτά. Έστρεψε το βλέμα της αλλού. Αλλά η σκέψη πως θα έπρεπε να το σημειώσει αυτό στην αναφορά που ήταν υποχρεωμένη να κάνει, όπως και η διανοητική της πειθαρχία της έδωσαν τη δύναμη να κοιτάξει τη σκηνή.
Σε συγχρονισμό με το τελικό κρεσέντο από τους άντρες που τραγουδούσαν το μαχαίρι κατέβηκε απότομα, κόβοντας την ακροβυστία του πέους του αγοριού γύρω από την οποία είχε σφιχτοδέσει το σκοινί. Παρά το μούδιασμα από το παγωμένο νερό, το αγόρι ούρλιαξε γοερά. Η Ντεάνα ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Οι άντρες σηκώθηκαν αλαλάζοντας χαρούμενοι, έτρεξαν προς το αγόρι που έκλαιγε, έριξαν ένα ζεστό μανδύα στην πλάτη του, το χάιδεψαν φιλικά και του πρόσφεραν δώρα, ενώ ο αρχηγός έριχνε πάνω στο τραύμα θεραπευτικά και παυσίπονα έλαια.

"Περιτομή" δήλωσε ο Σόλικ. "Καταπληκτικό."

"ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ; TI ΚΑΝΕΤΕ ΕΔΩ;"

Η φωνή ήταν τόσο εκκωφαντική που η Ντεάνα έπιασε με τα χέρια το κεφάλι της, προσπαθώντας να κλείσει τα αυτιά της. Ακόμα και ο Σόλικ που είχε τραβήξει το φέιζέρ του, αναγκάστηκε να το αφήσει και να προστατέψει τα αυτιά του. Και οι δύο αξιωματικοί κυλίστηκαν στο χώμα από τη δύναμη αυτής της τρομερής φωνής.

"ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΤΕ ΑΛΛΙΩΣ….ω, να πάρει η ευχή. Δεν μπορώ να διατηρήσω πολλαπλό πεδίο ακόμα."

Η Ντεάνα και ο Σόλικ ανασηκώθηκαν κοιτώντας ολόγυρα. Η Μπεταζοειδής αξιωματικός κοίταξε το Βουλκάνιο συνάδελφό της και εκείνος έγνεψε καταφατικά. Και οι δύο συνειδητοποίησαν συγχρόνως πως η φωνή ήταν τηλεπαθητική. Μια πολύ ισχυρή τηλεπαθητική επίθεση, από κάποιον πανίσχυρο νου.

Κρατώντας τα φέιζέρς τους, στάθηκαν πλάτη με πλάτη. Όμως η τελευταία φράση δεν ήταν τηλεπαθητική. Ήταν λεκτική και μάλιστα η φωνή, που ήταν κοριτσίστικη από όσο μπορούσε να κρίνει η Ντεάνα, μίλαγε σε μια απηρχαιωμένη Μπεταζοειδή διάλεκτο.

"Που είσαι; Eμφανίσου. Δεν θα σου κάνουμε κακό, στο υπόσχομαι. Δεν έχουμε κακό σκοπό" είπε η Σύμβουλος δίνοντας στη φωνή της καθησυχαστική χροιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν είχαν ακούσει ούτε τα βήματα του πλάσματος που τους είχε επιτεθεί τόσο βάναυσα, ούτε - και αυτό ήταν πιο ανησυχητικό - είχε νιώσει την παρουσία του.

Μέσα από ένα πυκνό σύδεντρο εμφανίστηκε μια ανθρωποειδής μορφή και τους πλησίασε αργά.

"Φυσικά και δεν θα μου κάνετε κακό. Εξ άλλου, αρκεί μια στιγμιαία ειδοποίηση και δεν πρόκειται να φύγετε ζωντανοί από δω" είπε με σαρκαστικό τόνο.

Πλησίασε περισσότερο και οι δύο αξιωματικοί είδαν πως επρόκειτο πράγματι για ένα νεαρό κορίτσι. Δεν ήταν πάνω από δεκαπέντε ετών. Το σώμα της ήταν λιγνό, ντυμένο με χοντρά πλεκτά ρούχα, παντελόνι, πουλόβερ και μια κάπα. Τα μακριά μαλλιά της ήταν μαύρα και σγουρά σαν της Ντεάνα. Ανάμεσά τους ήταν πλεγμένες χρωματιστές κλωστές, ενώ στο στήθος της φορούσε ένα μεταγιόν με μια μεγάλη λευκή πέτρα στο κέντρο του. Τους έδειξε με το δάχτυλό της έναν-έναν.

"Εσύ είσαι η σύμβουλος Ντεάνα Τρόι, και εσύ ο σημαιοφόρος Σόλικ. Εσύ είσαι Βουλκάνιος και εσύ χμμμ Μπεταζοειδής μάλλον."
Τα μάτια της έλαμψαν για μια στιγμή σαν να κατανόησε ξαφνικά κάποιο μυστήριο. Ανεβοκατέβασε το κεφάλι της μουρμουρίζοντας.
"Για φαντάσου! Έτσι εξηγείται γιατί το πολλαπλό μου πεδίο είχε τόσο μικρή διάρκεια. Οι νοητικές σου άμυνες το διέλυσαν, κι ας σας είχα και τους δύο υπό τον έλεγχό μου."
"Πώς σε λένε;" ρώτησε η Ντεάνα, χαμογελαστά.
Το κορίτσι έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα.
"Πώχ-χιε-λιένε;" είπε μωρουδίστικα, παρωδώντας τα λόγια της Τρόι.
"Ντεάνα Τρόι" είπε εκείνη σοβαρά. "Αλλά αυτό το ξέρεις ήδη."

Το κορίτσι έκανε μια ακόμα απαξιωτική γκριμάτσα, και πλησιάζοντας περισσότερο, στάθηκε μπροστά στο Σόλικ.
"Εσύ δεν μιλάς καθόλου. Σου έχει απαγορέψει την ομιλία, αυτή; είπε δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού της τη σύμβουλο.
"Καθόλου. Επικοινωνώ όποτε χρειάζεται δίνοντας τις απαραίτητες πληροφορίες. Δίνοντάς μας πληροφορίες και εσύ, όπως σου ζήτησε η σύμβουλος, θα είναι ένδειξη καλής θέλησης, πάνω στην οποία μπορεί να βασιστεί κάθε περαιτέρω επικοινωνία." είπε εκείνος.

Το κορίτσι σφύριξε έκπληκτο, γουρλώνοντας τα μάτια της.

"Δε μιλάς, μακραύτη, αλλά είναι να μην ξεκινήσεις, ε;" είπε κοιτώντας το Σόλικ από πάνω ως κάτω. "Μ'αρέσεις, εσύ" συνέχισε, "και γι'αυτό θα σου πω. Είμαι η Ιρέζα, κόρη του βλάκα εκεί πέρα που κόβει τις 'σκούφιες' των αγοριών και νομίζει πως κάτι κάνει, και αρραβωνιαστικιά του άλλου βλάκα που μυξοκλαίει επειδή έχασε το σκουφί του. Κάποτε θα γίνω αρχηγός όλου του κόσμου. Αλλά για σας, είμαι και κάτι άλλο."
"Τι;" ρώτησε η Ντεάνα.
"Το εισιτήριό σας για τη ζωή ή το θάνατο" είπε με ψεύτικη γλύκα η Ιρέζα.

Τέλος πρώτου μέρους.