ΤΖΟΝ ΚΑΔΜΟΣ: ΑΘΑΝΑΤΟΣ

Copyright: Διονύσης Τζαβάρας (Dain) 2008.
e-mail: cadmilos at yahoo dot com

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΞΕΚΙΝΗΜΑ



Αυτό είναι το πρώτο κεφάλαιο από το πρώτο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα που έγραψα το 2005 στα πλαίσια του nanowrimo που διοργανώθηκε στο sff όπως διοργανώνεται κάθε χρόνο και στο εξωτερικό. Όλο το βιβλίο γράφτηκε σε τριάντα ακριβώς μέρες.
Εδώ παρουσιάζεται διορθωμένο και ελαφρά επεκταμένο. Είναι δηλαδή η version 2.0. Kαλώς ήρθατε στο σύμπαν της Μυθαστρίας!





Κεφάλαιο 1: Συνοχηίς. Ο Ανόητος κοιμάται. Αληθινό ονείρεμα.

**********************


         Πετούσε ελεύθερη από κάθε περιορισμό μέσα στο διάστημα, μέσα στο σύμπαν που για αυτήν ήταν ένας αληθινός ζωντανός οργανισμός, όχι μόνο περίπλοκες συνθέσεις στοιχείων με κύρια το υδρογόνο, το ήλιο και τον άνθρακα. Πολύ πέρα από το ορατό φως, έβλεπε διαστάσεις της πραγματικότητας που για τα πιο υλικά όντα ανήκαν στα αόρατα πεδία που κάποιοι θα αποκαλούσαν πνευματικά.

Την ίδια την αποκαλούσαν Συνοχηίδα.

Ήταν περισσότερο περιγραφή των ιδιοτήτων της, παρά όνομα. Δεν θυμόταν το όνομά της, αν ποτέ είχε όνομα, και δεν το θεωρούσε απαραίτητο. Ήταν αυτή που ήταν, μοναδική, όσο μοναδικό και ιδιαίτερο και ανεκτίμητο ήταν το κάθε τι μέσα στο εκδηλωμένο σύμπαν.

Ανεμπόδιστη από φυσικό σώμα – σχεδόν αθάνατη αν και όχι αμετάβλητη - χωρίς περιορισμούς από τους περισσότερους νόμους της φύσης, αποτελούμενη κυρίως από πνεύμα και ταχυόνια, δεν είχε ανάγκη από Πύλες για να ταξιδέψει ανάμεσα στα άστρα.
Mόνος περιορισμός της, από τότε που έγινε Μυθαστριακό ον, να περιορίσει τα ταξίδια της μόνο στον γαλαξία που τη γέννησε.

Την διασκέδαζε η επιμονή αρκετών να θεωρούν πως τίποτα δεν μπορούσε να ταξιδέψει πέρα από την ταχύτητα του φωτός γιατί η μάζα τους θα γινόταν «άπειρη».

Η άπειρη μάζα ήταν ένα σύμπτωμα μόνο που αφορούσε οργανισμούς οι οποίοι αναγνώριζαν μόνο το υλικό μέρος του εαυτού τους, αυτό που θεωρούσαν υλικό τουλάχιστον.

Η συνείδηση, η ίδια η ζωή αν της δινόταν ο κατάλληλος χρόνος, μπορούσε να πάρει μορφές τόσο παράξενες, που ακόμα και τώρα, εκατομμύρια χρόνια μετά τη γέννησή της - αν ποτέ η Συνοχηίδα είχε βιώσει τέτοια στιγμή – ο θαυμασμός που ένιωθε για ό,τι νέο έβλεπε, δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο.

Μόλις είχε δει και μιλήσει για λίγο, είχε ανταλλάξει εμπειρίες, με την Αγνή Πόρνη στη Λευκή Τρύπα, εκείνη την ανυπέρβλητη οντότητα ακριβώς μέσα στη λευκή τρύπα στον 0000-Τόπος-0000 - το ακριβές κέντρο του γαλαξία - με την οποία λίγοι, πολύ λίγοι, Μυθάστριοι μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Πολύ λίγοι μπορούσαν και να πλησιάσουν ακόμα ή να την αναγνωρίσουν ως υπαρκτό ον.

Η εμπειρία σε υποκειμενικό χρόνο είχε κρατήσει λίγα δευτερόλεπτα, σε αντικειμενικό, υλικό χρόνο, είχαν περάσει χρόνια.

Nιώθοντας χαρούμενη κι ευτυχισμένη, προέβαλλε τον εαυτό της προς το σημείο που ήθελε να φτάσει, ένα μακρινό νεφέλωμα στο οποίο οι πιέσεις ήταν τέτοιες που σε λίγα χρόνια αντικειμενικού χρόνου, θα….άναβε. Ένα νέο άστρο θα γεννιόταν!

Ήθελε να το δει. Ήθελε να είναι κοντά του, σαν μια κοσμική νονά, να το χαιρετίσει, να το καλωσορίσει και να του δείξει τα δισεκατομμύρια αδέλφια του ολόγυρα που συνδέονταν, με μια συνοχή ανυπέρβλητη, το ένα με το άλλο και με το κέντρο από όπου όλα γεννιόνται.
Να γευτεί το υγρό λυκόφως που φώτιζε το νεφέλωμα, σαν ένας κοσμικός καταράκτης ενέργειας.

Η πρόθεσή της ήταν αρκετή.

Μετατράπηκε σε ένα μικρό «νέφος» ταχυονίων και άλλων υπερ-φωτεινών σωματιδίων και ετοιμάστηκε να απολαύσει για άλλη μια φορά την εμπειρία του ταξιδιού πέρα από το φως και το νου.

Εμπειρία που για την ίδια ήταν κάτι σαν έκρηξη, σαν οργασμός χαράς, φωτός, ζωής, σαν τη γέννηση ενός άστρου ή και ενός μωρού.

Μέρος της συνείδησής της θα παρέμενε εκεί που βρισκόταν ήδη, κοντά στο κέντρο του γαλαξία, εκεί όπου τα παλιά άστρα, κόκκινοι υπεργίγαντες που ετοιμάζονταν να αποβάλλουν τα υλικά τους σώματα, να μετατραπούν σε διαστρική σκόνη για να ξαναγεννηθούν κάποτε σαν νέα άστρα, σε ένα άλλο σύμπαν που δεν υπήρχε ακόμα.

Ένα άλλο μέρος της συνείδήσης της, αυτό στο οποίο θα εστιαζόταν τώρα θα ήταν εκείνο που θα ταξίδευε αρκετές δεκάδες χιλιάδες έτη φωτός, προς το όμορφο νεφέλωμα, στις παρυφές του γαλαξία

Πριν πηδήξε.ι παρατήρησε με αισθήσεις που ούτε η ίδια συχνά μπορούσε να περιγράψει – πώς να περιγράψει όραση που συγχρόνως λειτουργούσε στο ορατό φως, στο υπεριώδες και υπέρυθρο φάσμα, ακόμα και στις ακτίνες γάμμα; - ένα διαστημόπλοιο να πλησιάζει προς τη θέση την οποία βρισκόταν.

Σαρώνοντας σε ένα νανοδευτερόλεπτο τη μοριακή δομή του πλοίου και των επιβατών του, αντιλήφθηκε πως ανήκε σε έναν κόσμο που μόλις τελευταία είχε ξεκινήσει τα διαστρικά ταξίδια.
Για κάμποσους μήνες ταξίδευαν με ταχύτητα το 1/20 του φωτός, τα τεράστια ηλιακά «πανιά» του πλοίου συγκέντρωναν την ενέργεια από το κοντινότερο άστρο, τον Ήλιο του κόσμου τους, δίνοντάς τους την ώθηση που θα χρειαζόταν για να φτάσουν σε ένα πλανήτη του κοντινότερου άστρου προς το δικό τους.

Θα χρειάζονταν κάπου είκοσι χρόνια για το ταξίδι. Οι περισσότεροι θα ήταν μεσήλικες τότε και ήταν πολύ αμφίβολο αν ποτέ θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.

Αν όλα πήγαιναν καλά. Αλλά δεν ήταν έτσι.

Ήδη σχηματίζονταν μικρορωγμές, λίγα μόνο μικροεκατοστά η κάθε μια, στο κέλυφος του πλοίου. Σε λίγα χρόνια οι ρωγμές αυτές θα ήταν αρκετά μεγάλες ώστε η συνοχή του σκάφους να διαλυόταν. Οι κοσμοναύτες του ποτέ δεν θα έφταναν στον προορισμό τους.

Σάρωσε το νου των οντοτήτων που βρίσκονταν στο πλοίο, φτάνοντας έως το συλλογικό υποσυνείδητο τους. Ήταν όντως γενναίοι και αποφασισμένοι, σίγουρα θα θεωρούνταν ήρωες ακόμα και νεκροί, αλλά μέσα στο πλοίο υπήρχε και μια γυναίκα η οποία ήταν έγκυος.
Η ίδια η γυναίκα δεν το γνώριζε αυτό. Ήταν βιολογικό χαρακτηριστικό της φυλής η εγκυμοσύνη να διαρκεί αρκετά χρόνια.
Αν και είχε φροντίσει, κρίνοντας από τα υπολείμματα στον οργανισμό της, για κάποια αντισυλληπτική μέθοδο, η μέθοδος είχε αποτύχει, και τώρα στα σπλάχνα της συνέθετε μια ζωή, μια ξεχωριστή, υπέροχη, πανέμορφη ζωή, η οποία δεν θα γεννιόταν ποτέ.

Αν είχε αδένες δακρύων η Συνοχηίδα θα είχε κλάψει. Όπως θα έκλαιγε κάθε φορά που μια καταστροφή, ή έκρηξη ενός άστρου για παράδειγμα, σάρωνε κόσμους ολόκληρους, φυλές και όντα και πολιτισμούς.
Νοήμονα όντα ή μη, δεν είχε σημασία, η ζωή ήταν πάντα ζωή, και η ίδια δεν μπορούσε ή δεν της επιτρεπόταν να παρέμβει.

Δεν ήταν συχνό αυτό, υπήρχε η αρχέγονη δύναμη της Ενθαλπίας ενάντια στην Εντροπία, αλλά γι’αυτό το λόγο ήταν και πιο τραγικό όταν συνέβαινε.

Η Συνοχηίς δεν έβλεπε διαφορά ανάμεσα στην καταστροφή ενός πλανήτη και στο θάνατο ενός αγέννητου μωρού ή - αν υπήρχε διαφορά - ήταν ποσοτική, όχι ποιοτική για κείνη.

Αποφάσισε να παρέμβει.

Στον κεντρικό κόμβο της Μυθαστρίας κοντά στο κέντρο του γαλαξία, πάνω στον Λ’Ντέντρον Καλλ’όρα, η Μεγάλη Λευκή Μητέρα, ο Εστελίων Πλέξους, ο Ουρανοφέρων Ραψωδός της Ινκογκνιζάτα, η Ιεραγός Κυθερέα-Οριάνα, ο ΜαγΑιτιοΓραμμιστής ο Πιθανός, η Ηφαίστεια και οι άλλοι υπερεξελιγμένοι Μυθάστριοι σύντροφοι της, μάλλον θα άφριζαν για την παρέμβαση αυτή.
Η Φαινώ της Νεκτάνεβα θα ωρυόταν πως πιθανά το μωρό αυτό να ήταν ο νέος πράκτορας της Εντροπίας για τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια.

Ακόμα κι έτσι, η Συνοχηίδα είχε αποφασίσει να σώσει το αγέννητο μωρό.

Αποεστιάστηκε από το σημείο που θα ταξίδευε και ανακάλεσε το μέρος του εαυτού της που ήταν ήδη στο νεφέλωμα το οποίο σε λίγο θα γινόταν ένας ήλιος.

Σε λίγες στιγμές μετέτρεψε το σώμα της, δίνοντάς του την κοντινότερη μορφή που μπορούσε, ως προς το υλικό πεδίο του πλοίου και των όντων του.

Απλώθηκε γύρω του αγκαλιάζοντάς το σαν στοργική μήτρα. Άκουσε την έκπληξη και τις αναστατωμένες φωνές των κοσμοναυτών που πρώτα διαπίστωσαν μια σημαντική συγκέντρωση φωτονίων έξω από τα τοιχώματα του πλοίου, και μετά είδαν με τα μάτια τους μια υπέρλαμπρα φωτεινή ωοειδή σφαίρα να περικυκλώνει το σκάφος τους.

Προέβαλε τον εαυτό της, μαζί με το πλοίο που περιέκλειε μέσα της, στο σημείο που οι κοσμοναύτες σκόπευαν να φτάσουν.

Λίγα δευτερόλεπτα σκοτοδίνης – και η ίδια ενοχλήθηκε για μια στιγμή – και βρίσκονταν ήδη στον προορισμό για τον οποίο κανονικά θα χρειάζονταν 20 χρόνια ταξιδιού ακόμα.

Απορρόφησε την ενέργεια από τα όπλα που οι πανικόβλητοι κοσμοναύτες είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον της και αποϋλοποιήθηκε πάλι.

Πριν χαθεί, παρατήρησε ευχαριστημένη πως κάποιος κοσμοναύτης, ανήσυχος από το παράξενο συμβάν σκέφτηκε να κάνει ολική σάρωση στο κέλυφος του πλοίου.

Θα ανακάλυπταν έτσι τις μικρορωγμές.

Αναρωτήθηκε πως θα αντιδρούσαν όταν διαπίστωναν πως βρίσκονταν ήδη σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη που ήταν ο προορισμός τους.

Αλλά δεν θέλησε να μείνει περισσότερο εκεί.

Είχε βρεθεί σε μια περιοχή του γαλαξία την οποία πολύ λίγες φορές είχε επισκεφτεί.

Σάρωσε την περιοχή νιώθοντας τους παλμούς της ζωής από ένα απροσμέτρητο πλήθος έλλογων και μη μορφών, κοσμικών γεγονότων και του ουράνιου χορού στον οποίο κάθε τι στο σύμπαν συμμετείχε.

Μέσα σε όλα όμως υπήρχε μια παράξενη… παραφωνία;

Όχι παραφωνία ακριβώς, μάλλον σιωπή εκεί που θα έπρεπε να υπήρχε μία ακόμα νότα. Σαν κάποιος χορωδός να είχε πάψει να τραγουδά, και το εξασκημένο «αυτί» του μαέστρου, να είχε ακούσει αυτή την έλλειψη.

Ένιωσε λύπη και την ανάγκη να εξετάσει περισσότερο αυτό το φαινόμενο.

Σε λίγο βρισκόταν σε τροχιά πάνω από έναν γαλάζιο πλανήτη που έσφυζε από ζωή.

Σάρωσε την επιφάνειά του, το συλλογικό υπερσυνείδητο όλων των ζωών πάνω του και βεβαιώθηκε πως η σιωπηλή παραφωνία προερχόταν από εδώ. Ήταν τόσο αποκομμένος κόσμος, τόσο στενάχωρος που λυπήθηκε τα έλλογα όντα που ζούσαν εδώ και είχαν μεγαλύτερη συναίσθηση αυτής της αποκοπής.

Ήταν τόσο ενδιαφέρον μίγμα δημιουργίας ο κόσμος αυτός, Γη τον ονόμαζαν οι περισσότεροι, και τα ανθρώπινα όντα του είχαν υπέροχα όνειρα, αλλά και φρικαλέους εφιάλτες, που μπερδεύοντας τι είναι τι, συχνά εκδήλωναν τους εφιάλτες τους περισσότερο από τα όνειρά τους. Ήταν αποκομμένοι από το υπόλοιπο σύμπαν και πιο τραγικό το γεγονός πως δεν ήταν πάντα έτσι!

Η τελευταία αυτή αποκάλυψη συγκλόνισε τη Συνοχηίδα.

Κάποτε ο κόσμος αυτός ήταν μέρος της Μυθαστρίας. Κάποτε ήταν μέρος της ουράνιας χορωδίας, αλλά όχι πια.

Αποφάσισε να πλησιάσει περισσότερο.

Επιθυμώντας να βιώσει όσο πιο αυθεντικά μπορούσε την αίσθηση του όμορφου αλλά δυστυχισμένου έμβιου πλανήτη, κατέβηκε πολύ χαμηλά στην ατμόσφαιρα παίρνοντας μια ουδέτερη μορφή, σαν ένα μικρό συννεφάκι σκόνης που τα σωματίδιά του φωτίζονται ξαφνικά από μια ηλιαχτίδα.

Γνώριζε πως όσοι μπορούσαν να την δουν, θα έβλεπαν αυτό το οποίο θα τους ήταν πιστευτό. Κάποια μορφή που θα ήταν μέρος της δικής τους ατομικής ή και συλλογικής πραγματικότητας.
Ένα φτερό που περιπλανιέται στον άνεμο, ή ίσως ένα μικρό λευκό πουλί που πετά ή και τίποτα περισσότερο από ένα σύννεφο λουσμένο στο ηλιακό φως.

Οι πόλεις του πλανήτη ήταν βρώμικες, ο ίδιος ο πλανήτης μολυσμένος άσχημα, αλλά ακόμα ζωντανός και όμορφος. Κάθε κάτοικός του είχε τόσες ανάγκες, τόσες επιθυμίες, χρήσιμες και άχρηστες, τόσες αντιφάσεις, σαν κάτι όμορφο που ράγισε και έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια, το ένα αποκομμένο από το άλλο, έχοντας ξεχάσει την αρχική θέση και σημασία του.
Οι σκέψεις και οι επιθυμίες τους ήταν τόσο αποκομμένες από τα βαθύτερα πεδία της ίδιας της ύπαρξής τους. Τόσο που η ανάγκη τους για επανένωση τους είχε κάνει να μισήσουν ασυνείδητα τον κόσμο που ζούσαν, βρωμίζοντάς τον, κάνοντας ανούσιους πολέμους, σαν να ήθελαν ή να ζήσουν αληθινά ή να αυτοκτονήσουν μαζικά.

Ακόμα και η επιστήμη τους αναγνώριζε μόνο αυτό που ήταν ορατό και απτό, επιβαρύνοντας έτσι την ήδη διασπασμένη ψυχή του κόσμου.

Υπήρχαν και λίγες εξαιρέσεις που όμως έκαναν την συνολική αποκοπή ακόμα χειρότερη. Μερικές φορές και για τις ίδιες τις εξαιρέσεις.

Πετώντας, αφήνοντας τον άνεμο να την παρασύρει, γύρισε όλη τη Γη για μερικά λεπτά υποκειμενικού χρόνου, και κάμποσα χρόνια αντικειμενικού, μαθαίνοντας περισσότερα για τις αιτίες που ο κόσμος αυτός είχε αποκοπεί τόσο πολύ σαν να βρισκόταν σε μια κοσμική και ακούσια καραντίνα.

Διαπίστωσε πως συχνά αυτός ο κόσμος είχε δεχτεί επισκέψεις Μυθάστριων όντων στο παρελθόν ακόμα και λίγα χρόνια πριν. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάποιο σχέδιο σε εξέλιξη γι’αυτόν τον κόσμο, από τη Μυθαστρία. Αυτό θα μπορούσε να το μάθει αργότερα. Αν την αφορούσε προσωπικά το σχέδιο, αν η συμμετοχή της ήταν απαραίτητη, θα το μάθαινε όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή.

Μια νύχτα, πετούσε τυχαία, παρασυρμένη από το δυνατό αέρα, μέσα στις βρώμικες λεωφόρους μιας μεγάλης πόλης. Το όνομά της ήταν Αθήνα.

Μέχρι τώρα δεν είχε σαρώσει κανέναν Γήινο σαν άτομο, είχε μάθει μόνο για τις κοινωνίες τους, τις συνολικές αντιλήψεις τους, τα όνειρα και τους εφιάλτες που θεωρούσαν ως πραγματικότητα μέσα στις κατακερματισμένες συνειδήσεις τους.

Ξαφνικά ένιωσε πως κάποιος την έβλεπε!

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την είχαν δει και είχε καταδιασκεδάσει με τις μορφές που της έδιναν όσοι την έβλεπαν.

Αναρωτήθηκε με τη μορφή την έβλεπε ο συγκεκριμένος Γήινος.

Σάρωσε το νου του στιγμιαία. Την έβλεπε σαν ένα κομμάτι χαρτί, ένα σκουπίδι δηλαδή, που το είχε παρασύρει ο αέρας. Ο Γήινος προσπάθησε να την πιάσει τρεκλίζοντας.

Ο οργανισμός του είχε ιδιαίτερα αυξημένες ποσότητες αλκοόλης, αιθάλης και άλλων βλαβερών ουσιών. Αν και η αιθάλη ήταν από τις ουσίες που βρίσκονταν αυξημένες και στην ατμόσφαιρα, ο άντρας αυτός είχε σκόπιμα αυξήσει την αιθάλη στο σώμα του, όπως και την αλκοόλη. Μάλιστα η πίεση του αίματός του ήταν αυξημένη, το ίδιο και η σεροτονίνη στον εγκέφαλό του. Υπήρχαν εκκρίσεις σπέρματος στο σώμα του που σημαίνει πως ο άντρας είχε έρθει σε συνουσία λίγο πριν.
Τραγουδούσε, παράφωνα μάλλον, κάτι, και ένιωθε πολύ ευχαριστημένος παρά την γενικά άσχημη κατάσταση του οργανισμού του.

Η Συνοχηίδα ένιωσε περιέργεια για τον άντρα αυτό. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ευχαριστημένος;
Αποφάσισε να μπει στο νου του, όταν ο άντρας θα πήγαινε να κοιμηθεί.
Τον ακολούθησε πετώντας μέχρι το σπίτι του, ένα κομμάτι μέσα ένα κτίριο με πολλά τέτοια κομμάτια, μεγαλύτερα ή μικρότερα.

Ο άντρας μπήκε στο σπίτι του, έβγαλε το σακάκι του, άνοιξε το παράθυρο να τον φυσήξει ο αέρας, ένιωσε άσχημα και πηγαίνοντας σε ένα μικρό δωμάτιο, απέβαλε από το σώμα του, τόσο τα ούρα που είχε, όσο και ένα μεγάλο ποσοστό της αλκοόλης και άλλων ουσιών που είχε καταναλώσει.

Η Συνοχηίδα παραξενεύτηκε από την τελευταία πράξη του. Η αποβολή ουσιών άχρηστων πια για τον οργανισμό πολλών υλικών όντων ήταν αναγκαίο μέρος της βιολογίας τους, αλλά η σχεδόν ακούσια, και πολύ δυσάρεστη, αποβολή από το στόμα της αλκοόλης και μέρους της τροφής που είχε καταναλώσει ο άντρας πιο πριν, της φαινόταν αυτοβασανισμός.
Ο άντρας αυτός ένιωθε απαίσια και πολύ ευχαριστημένος συγχρόνως. Έκανε κακό στον εαυτό του και ένιωθε και καλά γι’αυτό. Η αντίφαση αυτή την παραξένεψε ακόμα περισσότερο.

Ο γήινος γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του.

Είχε αποκοιμηθεί αμέσως σχεδόν και η Συνοχηίδα μπήκε στο νου του, στα όνειρα και τις επιθυμίες του, στο ατομικό του υποσυνείδητο αλλά και στο μέρος που ανήκε η μιμητική, κοινωνική την έλεγαν οι Γήινοι, πλευρά του ψυχισμού του. Εκεί δηλαδή που εδραζόταν η αντίληψη του για την πραγματικότητα, για τον κόσμο και το σύμπαν, και εκεί όπου βρισκόταν συνήθως η πρώτη και βασική ρωγμή, και η αιτία της αποκοπής, κάθε ανθρώπου της Γης από τον αληθινό εαυτό του, από τον κόσμο γύρω του, από τους άλλους ανθρώπους, από τη Γη και το σύμπαν το ίδιο!

Ο άνδρας δεν ενδιαφερόταν είχε εντελώς χεσμένο το σύμπαν, η βασική του επιθυμία που γύρω από αυτή περιστρεφόταν η ταυτότητά του ήταν να πηδήξει την Τζούλια, την Ελένα, την Ιταλίδα που γνώρισε στη Θεσσαλονίκη την περασμένη βδομάδα με τα μεγάλα βυζιά, την γριά που είχε το ψιλικατζίδικο και του κουνιόταν κάθε μέρα όταν πήγαινε να πάρει τσιγάρα, είχε την εικόνα πολλών γυμνών γυναικών διαφόρων ηλικιών που ανακατεύονταν η μια με την άλλη μέσα στο νου του.

Πήγε σε άλλο σημείο μη θέλοντας να δει περισσότερο, δεν υπήρχε κάποιο μυστήριο εκεί, ήταν απλά η ανάγκη του αρσενικού να μεταδώσει το σπέρμα του στο θηλυκό.

Λίγο βαθύτερα είδε τους σκοπούς που ο άντρας είχε, τα όνειρα για τη ζωή του που ένιωθε πως θα τον ολοκλήρωναν σαν άνθρωπο, σαν ψυχή, αρχίδια. Τα οικόπεδα του γέρου δεν έφεραν τίποτα ουσιαστικά. Με το Ντεσεβώ θα μείνω μια ζωή, θέλω να πηδήξω την Ιταλίδα, να γυρίσω στην Αμερική. Ελληνίδες τσούλες, θέλουν και σχέσεις μετά το πήδημα. Τζάγκουαρ, λεφτά, Λας Βέγκας, αμάξια, ρούχα, γυναίκες. Τι τα θες, καλά έκανε ο γερο-Κατωμερίτης και έφυγε από δω πέρα. Γιάννης Κατωμερίτης, κωλοόνομα, καλά που άλλαξε το επίθετο ο γέρος όταν έφτασε στην Αστόρια, και σιγά τα λεφτά που έκανε και κει ο μαλάκας, Τζον Κάδμος πολυεκατομμυριούχος, να μη μου κουνιέται κανένας μαλάκας, Πόρσε, Μπέβερλυ Χιλλς, ένιωσε ξαφνικά χαρούμενος πολύ για κάποιο λόγο και η Συνοχηίδα παρατήρησε πως ήταν πάλι έτοιμος να συνουσιαστεί, Τέξας, λεφτά, καταθέσεις, πετρέλαιο, τζόγος, γυναίκες, κοντεύω τα τριάντα ρε πούστη μου, θα πηδήξω αύριο, τσούλες.

Πήγε ακόμα βαθύτερα μην κατανοώντας. Ήταν άραγε τόσο μεγάλος ο κερματισμός του ψυχισμού του άντρα ή έτσι ήταν και οι άλλοι Γήινοι; Τα εγκεφαλικά κύματα του άντρα άλλαξαν δόνηση και βυθίστηκε σε ένα βαθύτερο στάδιο ύπνου, έτοιμος να ονειρευτεί.

Η Συνοχηίδα περίμενε παρακολουθώντας.

Κάθεται σε τεράστια μαξιλάρια σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Είναι μισόγυμνος και ιθυφαλλικός. Χρυσές κάρτες ρέουν από τα μανίκια της μεταξωτής ρόμπας που φορά στους ώμους του.
Καπνίζει από έναν ναργιλέ κάτι που αναδίδει γαλαζωπούς καπνούς. Γύρω του τραπέζια στρωμένα για δεξίωση γεμάτα απίστευτα γαστρονομικά εδέσματα. Μακριά στο δωμάτιο είναι παρκαρισμένα πολλά ακριβά αμάξια. Χτυπά τα χέρια του και μπαίνουν στο δωμάτιο γυναίκες ημίγυμνες.
Δεν τις βλέπει πια με τα μάτια του μόνο, είναι σαν τα μάτια του να έχουν μεταφερθεί στο πέος του. Δεν βλέπει τις γυναίκες, βλέπει τη σάρκα τους μόνο, εκείνες τον χαϊδεύουν παντού. Διαλέγει μία και της λεει να «κάτσει». Εκείνη υπακούει. Απλώνει τα χέρια να πιάσει τα στήθη της και βλέπει τα δάχτυλά του να ζαρώνουν, η σάρκα να φεύγει, να ασπρίζει, και να μένουν τα κόκαλα μόνο. Κοιτά το σώμα του. Το πέος του μικραίνει, σουφρώνει, χάνεται, οι μύες του αδυνατίζουν, γίνονται καχεκτικοί, το δέρμα του ασπρίζει κι αυτό, νιώθει αδύναμος.
Κοιτά τη γυναίκα για πρώτη φορά κατά πρόσωπο και ουρλιάζει. Η γυναίκα έχει το πρόσωπό του, και βλέπει τα μαλλιά του να ασπρίζουν και να πέφτουν ενώ τα μάτια του σακουλιάζουν, βαθαίνουν μέσα στο κρανίο του, τα δόντια του χάνονται, η όρασή του θολώνει, το δέρμα στο πρόσωπό του σαν να λιώνει και αυτό που μένει είναι ένα…

…μικρό παιδί στην Αθήνα. Στο δωμάτιό του. Ξέρει πως αύριο φεύγουν για την Αμερική. Ο πατέρας του θα δουλέψει εκεί σε ένα εστιατόριο στην Αστόρια. Θα είναι καλύτερα του είπαν. Θα δεις.
Είναι ευχαριστημένος. Εκεί θα έχει όλα τα καλά. Η ζωή είναι αιώνια μπροστά του. Και είναι αποφασισμένος να τη ζήσει.
Όχι, γι’αυτόν δεν υπάρχει θάνατος. Τι είναι ο θάνατος; Κάτι που συμβαίνει στους άλλους. Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν ήταν η φράση που του έμεινε από μια ταινία. Αυτή τη ζωή θέλει να ζήσει. Αυτή τη ζωή θέλει να ζήσει κι ο πατέρας του και η μητέρα του. Και που ήταν το κακό; Τι άλλο υπήρχε στη ζωή; Tίποτα…
…τίποτα που να μπορεί να δει, να αγγίξει. Σκοτάδι σαν βάραθρο μπροστά του κι αυτός στην άκρη του να παραπαίει. Μακριά στο βάθος φαίνεται κάτι σαν φως. Θέλει να πάει εκεί αλλά δεν ξέρει πως. Αν πέσει θα πεθάνει. Αλλά μήπως είναι ήδη νεκρός; Είναι έτσι η κόλαση άραγε; Κοιτά πίσω του. Είναι ο κόσμος που άφησε, που του θυμίζει ένα βουνό σκουπίδια, αλλά δεν μπορεί να ξαναγυρίσει εκεί. Το ξέρει. Το νιώθει. Θέλει κάτι παραπάνω αλλά η άβυσσος μπροστά του τεράστια. Τι είναι το φως αυτό άραγε; Γιατί να θέλει να πάει εκεί; Αλλά δεν έχει άλλη επιλογή. Πρέπει να πηδήξει. Αν είναι νεκρός δεν μπορεί να ξαναπεθάνει, αν είναι ζωντανός τότε δεν θέλει να μείνει εδώ στο χείλος του μαύρου βαράθρου. Γιατί δεν υπάρχει μια γέφυρα;
Πηδάει στο βάραθρο. Νοιώθει να πέφτει και ο φόβος είναι αφάνταστος. Προσπαθεί να πιαστεί από κάπου και δεν βρίσκει τίποτα. Απλώνει το χέρι του προς το μακρινό φως.

Φωνάζει πανικόβλητος βοήθεια.

Ένα χέρι άλλο τον πιάνει και τον σηκώνει.


«Μη φοβάσαι», του λέει κάποιος. Είναι μια ψηλή λεπτή γυναίκα με μακριά, πυκνά, πυρόξανθα μαλλιά και λαμπερά χρυσαφιά μάτια. Το δέρμα της κατάλευκο, λάμπει, είναι ντυμένη με έναν μαύρο μανδύα με κεντημένα άστρα και γαλαξίες επάνω. Ο μανδύας πάλλεται ολόγυρά της, είναι σαν κομμάτι του κορμιού της, αφήνοντάς την γυμνή μερικές στιγμές.
Στην πλάτη της δύο τεράστια φτερά περιστεριού δίνουν κάτι αγγελικό στη μορφή της.


«Μη φοβάσαι, σε κρατάω τώρα».

«Ποια είσαι; Είσαι άγγελος»; ρωτά ο Τζον καθώς πετούν προς το φως στην άλλη πλευρά της αβύσσου.

«Με αποκαλούν Συνοχηίδα. Αν θέλεις να με θεωρήσεις άγγελο, νιώσε ελεύθερος να το κάνεις».

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Tίποτα που να έχει σημασία αυτή τη στιγμή», απαντά εκείνη.

«Γιατί με βοήθησες, που με πας»; ρωτά εκείνος ανήσυχα.

«Με φώναξες να σε βοηθήσω, θυμάσαι; Και δεν σε πάω εγώ πουθενά. Είμαι μόνο μια γέφυρα. Εσύ μας πας και τους δύο. Το φως εκεί κάτω είναι δικός σου προορισμός και δική σου δημιουργία».

«Τότε γιατί δεν μπορούσα να πάω μόνος μου;»

«Γιατί είχες χάσει τη γέφυρα. Είχες ξεχάσει που βρισκόταν μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι. Και αυτή και άλλες γέφυρες ακόμα πιο πέρα».

«Τι υπάρχει πέρα από το φως; Eίναι δικό μου, είπες;»

«Είναι δικό σου. Είμαι περίεργη και εγώ να δω τι υπάρχει πέρα από το φως αυτό».

«Ονειρεύομαι;»

«Nαι. Ονειρεύεσαι αληθινά για πρώτη φορά στη ζωή σου».

«Όταν ξυπνήσω θα θυμάμαι το όνειρο αυτό;»

«Tζον Κάδμε, δεν θα θυμάσαι το όνειρο, αλλά θα με αναζητήσεις αν πέρα από το φως υπάρχει αυτό που υποψιάζομαι.»

«Φοβάμαι, Συνοχηίδα. Δεν θέλω να μπω στο φως. Δεν θέλω να γίνω κάποιος άλλος..»

«Δεν θα γίνεις κάποιος άλλος, Τζον. Θα ολοκληρωθείς.»

«Θα πεθάνω αν μπω στο φως, Συνοχηίδα;»

«Θα μεταμορφωθείς Τζον. Κάθε μεταμόρφωση είναι και ένας θάνατος. Δεν υπάρχει αληθινός θάνατος στο σύμπαν. Μόνο κύκλοι, αλλαγές και μεταμορφώσεις.»

«Σε τι θα μεταμορφωθώ;»

«Στον Τζον Κάδμο, Άνθρωπο.»

«Μιλάς με γρίφους», λεει εκείνος θυμωμένος.

«Ο γρίφος θα λυθεί σύντομα, Τζον. Φτάσαμε.»

Ο Τζον Κάδμος και η Συνοχηίδα μπήκαν στο φως στην άλλη άκρη της αβύσσου.

****************************